Προβολή στον κήπο του Π.Κ. Τετάρτη 20/7 με την ταινία "12 Ένορκοι"


Η Κινηματογραφική Λέσχη Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζομένων ΟΤΕ Ν. Αττικής, παρουσιάζει στον κήπο του Π.Κ. την Τετάρτη 20/7 στις 20:45, με ελεύθερη είσοδο την ιστορική ταινία:

“Οι 12 Ένορκοι” Αμερική | Δραματική| 1957 | Ασπρόμ. | Διάρκεια: 96'. Σκηνοθεσία: Σίντνεϊ Λιούμετ. Με τους Χένρι Φόντα, Μάρτιν Μπάλσαμ, Τζον Φέντλερ, Λι Τζέι Κομπ, Ρόμπερτ Βέμπερ

Υπόθεση: Ένα 18χρονο αγόρι από την Ισπανία καταδικάζεται με θανατική ποινή σε ηλεκτρική καρέκλα για την δολοφονία του πατέρα του. Ο δικαστής καλεί τους δώδεκα ένορκους να αποσυρθούν για να βγάλουν την ετυμηγορία τους. Για να «εκτελεστεί» ο 18χρονος κατηγορούμενος θα πρέπει να συναινέσουν και οι 12. Στην αρχή της συνεδρίας δείχνουν ότι οι ένορκοι είναι πεπεισμένοι πως ο νεαρός είναι ένοχος. Καλούνται να ψηφίσουν. Όλοι ψηφίζουν ότι είναι ένοχος εκτός από τον 8ο ένορκο, ο οποίος διατηρεί αμφιβολίες για την ενοχή του νεαρού και προσπαθεί να πείσει τους υπόλοιπους έντεκα ενόρκους ότι τα στοιχεία δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσο φαίνονται. Μέσα από διάφορες συζητήσεις μεταξύ τον ενόρκων ξεδιπλώνονται μπροστά μας δώδεκα διαφορετικές προσωπικότητες και η ταινία καταλήγει σε μια αποκάλυψη των αδυναμιών, των προκαταλήψεων και των προβλημάτων του κάθε ενόρκου. Πόσο εύκολα μπορείς να αποφασίσεις να στείλεις στο θάνατο έναν άνθρωπο;...
Καθηλωτικό δικαστικό και αστυνομικό δράμα δωματίου, που μπορεί να ειδωθεί και ως μια κοινωνική αλληγορία για τη εφαρμογή της δημοκρατίας στην κοινωνία. Αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική δουλειά του Σίντνεϊ Λιούμετ, ο οποίος (έχοντας προϋπηρεσία στο θέατρο και την τηλεόραση) παραδίδει μαθήματα σκηνοθεσίας. Το υποδειγματικό θεατρικό σενάριο του Ρέτζιναλντ Ρόουζ, ταυτίζοντας τον κινηματογραφικό με τον πραγματικό χρόνο, ξεδιπλώνει αποκλειστικά μέσα από ένα διαλογικό «πινγκ-πονγκ» μια δικαστική υπόθεση που είναι λιγότερο απλή από όσο φαίνεται και εξελίσσεται ως μια εκπληκτικά ενδιαφέρουσα ιστορία μυστηρίου.
Διακρίσεις: Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου έχει κατατάξει την ταινία "Οι Δώδεκα Ένορκοι", ως τη δεύτερη καλύτερη δικαστική ταινία όλων των εποχών και μέσα στις 50 καλύτερες ταινίες του αιώνα. Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο το 1957 και τρεις (ταινία, σκηνοθεσία, σενάριο) οσκαρικές υποψηφιότητες.


Την ταινία θα προλογίσει το μέλος της λέσχης Κωστής Ντέμος

(Η χορηγία των ταινιών είναι ευγενική παροχή της Newstar)

Θα γίνει κλήρωση 4 εισιτηρίων για τον θερινό κινηματογράφο "Ζέφυρος"


Η Υπεύθυνη της Κινηματογραφικής Λέσχης: Στάικου Σέβη.

Η ιστορία ενός τραγουδιού: Bella Ciao

Στις 10 Ιουλίου του 1943, ξεκίνησε η απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία. Μια κακοοργανωμένη επιχείρηση ενάντια σε υπέρτερες δυνάμεις, που ωστόσο αιφνιδίασε τον Άξονα και πέτυχε τους στόχους της: η απόβαση ολοκληρώθηκε παρά τις αντιξοότητες και η προέλαση των Συμμάχων προς Βορρά αποσταθεροποίησε το καθεστώς Μουσολίνι κι έφερε την ανατροπή του από τον Μπαντόλιο και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 3 Σεπτεμβρίου.


Ο διαμελισμός της Ιταλίας που ακολούθησε την εισβολή και την ανατροπή του Μουσολίνι οδήγησε στην ανάπτυξη ισχυρού αντάρτικου κινήματος στον γερμανοκρατούμενο —από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και μέχρι τον Μάιο του 1945— ιταλικό Βορρά.

Εμβληματικό —και παγκοσμίως γνωστό— τραγούδι του ιταλικού αντάρτικου είναι το Bella Ciao. Ο στιχουργός είναι ανώνυμος ενώ η μελωδία ανήκει σε ένα παλαιότερο λαϊκό τραγούδι της υπαίθρου. Η πρώτη ηχογράφηση του αυθεντικού Bella Ciao ήταν  το 1962. Η Giovanna Daffini, αγρότισσα από τα παιδικά της χρόνια στην περιοχή του Πάδου, τραγουδά σε ηλικία 49 ετών το Alla mattina appena alzata in risaia mi tocca andar…  — το πρωί, μόλις ξυπνώ, πρέπει να πάω στα χωράφια με το ρύζι… Η ηχογράφηση έγινε από τους εθνομουσικολόγους Gianni Bosio και Roberto Leydi.
Το 2008, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Repubblica ένα άρθρο που διερευνούσε το ενδεχόμενο το τραγούδι να έχει προέλευση γίντις. Έχει ενδιαφέρον ότι η υπόθεση αυτή ξεκίνησε από έναν μηχανικό, ονόματι Fausto Giovannardi που μια μέρα έτυχε να οδηγεί και να ακούει το CD “Klezmer – Yiddish swing music” και συνέλαβε τον εαυτό του να τραγουδά ασυναίσθητα πάνω στη μουσική κάποιου κομματιού το Bella Ciao. Ωραία ιστορία, και οι μελωδίες όντως έχουν κοινά στοιχεία — πλην όμως η εκδοχή της καταγωγής του παρτιζάνικου τραγουδιού από ένα δημώδες άσμα της αγροτικής εργασίας από την περιοχή της Βόρειας Ιταλίας, με ολόιδια δομή και μουσική, φαντάζει πολύ πιο πιθανή.
Και ως αντάρτικο τραγούδι, το Bella Ciao διατηρεί πολλά χαρακτηριστικά του δημώδους στην αρχιτεκτονική του: την κυκλική δομή, το πέρασμα από τη μια στροφή στην άλλη με επανάληψη λέξεων ή εικόνων, το μοτίβο του θανάτου και της ταφής, το μοτίβο της σκιάς, το φυσικό στοιχείο (λουλούδι) ως οιονεί μετενσάρκωση / τεκμήριο μνήμης, τους διαβάτες ως «χορό» του δράματος κ.ά.
Ακολουθούν οι στίχοι στα ιταλικά και στα ελληνικά. Στη μετάφραση παραλείπεται η επανάληψη της φράσης “bella ciao” («αντίο, όμορφη»).
Una mattina
Mi son’ alzato
O bella ciao, bella ciao
Bella ciao, ciao, ciao
Una mattina
Mi son’ alzato
E ho trovato l’invasor.
O partigiano
Porta mi via
O bella ciao, bella ciao
Bella ciao, ciao, ciao
O partigiano
Porta mi via
Che mi sento di morir.
Se io muoio
Da partigiano
O bella ciao, bella ciao
Bella ciao, ciao, ciao
Se io muoio
Da partigiano
Tu mi devi seppellir.
Seppellire
Lassù in montagna
O bella ciao, bella ciao
Bella ciao, ciao, ciao
Seppellire
Lassù in montagna
Sotto l’ombra di un bel fiore
E le genti
Che passeranno
O bella ciao, bella ciao
Bella ciao, ciao, ciao
E le genti
Che passeranno
Ti diranno: „Che bel fior”.
Quest’ è il fiore
Del partigiano
O bella ciao, bella ciao
Bella ciao, ciao, ciao
Quest’ è il fiore
Del partigiano
Morto per la libertà
Το πρωί ξύπνησα
και βρήκα τους εισβολείς
Αντάρτη, πάρε με μαζί σου
Γιατί νομίζω πως θα πεθάνω
Κι αν πεθάνω αντάρτης
θα πρέπει να με θάψεις
Θα με θάψεις ψηλά στο βουνό
κάτω απ’ τον ίσκιο ενός όμορφου λουλουδιού
Και οι διαβάτες θα λένε:
«Τι όμορφο λουλούδι!»
Είναι το λουλούδι του αντάρτη
που πέθανε για τη λευτεριά.
Από τις πάμπολλες εκτελέσεις και διασκευές του Bella Ciao προτείνουμε των Μίλβα, Υβ Μοντάν,  Γκόραν Μπρέγκοβιτς, Mercedes Sosa, Vasilina and the Soulmen, Bumble Bee και Bella Ciao, Limbotheque, Κόκκινου Στρατού, Dog Faced Hermans, μια από τις καλύτερες ερμηνείες, με την εξαιρετική φωνή της Μαρίας Φαραντούρη,  το Bella Ciao μαζί με το κατωιταλιώτικο Καληνύφτα από τους Χαΐνηδες μαζί με τους Mode Plagal, Woody Allen και η New Orleans Jazz Band στη Ρώμη, Και μια εκτέλεσή από τον Μανού Τσάο, στη οποία το ρεφρέν διασκευάζεται στο προφανές: Μανού Τσάο, Μανού Τσάο, Μανού Τσάο, Τσάο, Τσάο…

Εικόνα εξωφύλλου: Ιταλοί παρτιζάνοι και Αμερικανοί στρατιώτες στο Narni (Umbria), 1944
πηγή. mplokia.gr

Σαν σήμερα,στις 3 Ιουλίου 1971, "έφυγε" ο Τζιμ Μόρισον



Ο ασυγκράτητος μουσικός, τραγουδιστής, στιχουργός, ποιητής και frontman του συγκροτήματος The Doors, Jim Morrison, που προκάλεσε όσο λίγοι, μέσα στη σύντομη ζωή του κατάφερε να χαρακτηριστεί ως ένας από τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες της ροκ μουσικής και το όνομά του να συμπεριληφθεί μεταξύ των 100 σημαντικότερων τραγουδιστών όλων των εποχών.
Είχε ήδη γίνει cult πρότυπο ενώ ζούσε, όχι μοναχά εξαιτίας της μουσικής του αλλά επίσης λόγω των ακραίων εμφανίσεών του στη σκηνή. Τριάντα οχτώ χρόνια μετά το θάνατό του, οι λάτρεις του ροκ σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να γοητεύονται από την προσωπικότητα του frontman των The Doors, ο οποίος ήταν επίσης γνωστός και ως The Lizard King, ο οποίος αψήφησε όλες τις συμβατικούς «καλούς» τρόπους και αναζήτησε απαντήσεις και εξιλέωση μέσα από την τέχνη του.
Ο James Douglas Morrison γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1943, στην πόλη Melbourne της Φλόριντα των ΗΠΑ, πρωτότοκος γιος του στρατιωτικού George Stephen Morrison και της Clara Clarke Morrison. Σε ηλικία τεσσάρων ετών ο μικρός James έγινε μάρτυρας ενός τροχαίου ατυχήματος στην έρημο, όπου πιθανόν έχασαν τη ζωή τους τα μέλη μιας οικογένειας ιθαγενών. Ο Morrison θα επανέρχεται σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του σε αυτό το γεγονός, το οποίο αναφέρει σε τουλάχιστον τρία τραγούδια του.
Λόγω της στρατιωτικής καριέρας του πατέρα του στον αμερικανικό στρατό, η οικογένεια μετακόμιζε συχνά και ο Jim φοίτησε σε διάφορα σχολεία. Τον Ιανουάριο του 1964, ο Morrison μετακόμισε στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας, όπου αποφοίτησε στις Καλές Τέχνες. Ενώ φοιτούσε στο UCLA, δημιούργησε δυο ταινίες ενώ έγινε φίλος με πολλούς συγγραφείς της αντιδραστικής εφημερίδας Los Angeles Free Press, με την οποία παρέμεινε συνεργάτης έως το τέλος της ζωής του.
Μετά την αποφοίτησή του έζησε ως μποέμ στην περιοχή της παραλίας Venice. Ο ίδιος και ο συμμαθητής του Ray Manzarek ήταν τα δυο πρώτα μέλη των The Doors. Σύντομα μπήκαν στο συγκρότημα ο ντράμερ John Densmore και ο κιθαρίστας Robby Krieger. Ο Morrison ήταν γνωστός ως ο κύριος στιχουργός του συγκροτήματος, αλλά σημαντική ήταν και η συμβολή του Krieger, ο οποίος έγραψε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του γκρουπ, όπως τα «Light My Fire», «Love Me Two Times», «Love Her Madly» και «Touch Me».

Ο συχνά προκλητικός και υπερβολικός πάνω στη σκηνή Morrison, έλεγε ότι η σκηνική παρουσία του είχε επηρεαστεί από τον Van Morrison, για τον οποίο έκανε μάλιστα support το 1966. Την επόμενη χρονιά το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο με την δισκογραφική Elektra records, κερδίζοντας παγκόσμια αναγνώριση. Το single «Light my fire» έφτασε στο νούμερο ένα των τσαρτς και οι The Doors έγιναν γνωστοί σε όλη την χώρα. Ο Ed Sullivan κάλεσε το συγκρότημα στην εκπομπή του, ζητώντας ωστόσο να αλλάξουν οι στίχοι του «Light My Fire» από «Girl we couldn't get much higher» (που θεωρείται ότι κάνει αναφορά στα ναρκωτικά) σε «Girl we couldn't get much better». Ο Jim διαβεβαίωσε ότι θα ικανοποιηθεί το αίτημα του παρουσιαστή αλλά όταν ήρθε η ώρα τραγούδησε το κομμάτι χωρίς να αλλάξει τους στίχους, προκαλώντας την ενόχληση του Sullivan, ο οποίος δεν ξανακάλεσε το συγκρότημα στην εκπομπή του.
Το 1967, το συγκρότημα παρήγαγε ένα βίντεο για να προωθήσει το single «Break on through (on the other side)», όπως κάνουν στη συνέχεια και για άλλα τραγούδια τους, όπως το «The Unknown Soldier», «Moonlight Drive», και «People Are Strange».
Όταν κυκλοφόρησε το δεύτερο τους άλμπουμ, «Strange Days» οι The Doors ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα συγκροτήματα στις ΗΠΑ. Το μίγμα μουσικής μπλουζ, ροκ και ψυχεδελικής περιείχε νέα τραγούδια και ξεχωριστές διασκευές, όπως η μοναδική εκτέλεση του «Alabama Song» από την οπερέτα των Μπ.Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνι» είχε γοητευσει κοινό και κριτικούς. Το συγκρότημα εκτέλεσε επίσης κομμάτια ιδιαίτερα ασυνήθιστου μήκους, όπως το «the End» και το «Celebration of the Lizard».
Το 1968 και 1969 κυκλοφορούν αντίστοιχα τα άλμπουμ «Waiting for the sun» και «The soft parade». Ο Morrison εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά μεθυσμένος στις ηχογραφήσεις και τις συναυλίες, φέρνοντας συχνά σε δύσκολη θέση τα άλλα μέλη του γκρουπ που έπρεπε να καλύψουν το κενό όταν ο Jim αργοπορούσε. Κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας το 1969, στο The Dinner Key Auditorium του Miami, ο Morrison επιχείρησε, αποτυχημένα, να προκαλέσει την εξέγερση του κοινού. Ως αποτέλεσμα εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του για προσβολή της δημοσίας αιδούς, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση πολλών συναυλιών του συγκροτήματος.
Το συγκρότημα κυκλοφόρησε ακόμα δυο τελευταίους δίσκους: το «Morrison Hotel» (1969) και το «L.A. Woman» (1970). Ο ίδιος ο Morrison εξέδωσε δυο τόμους με ποιήματά του το 1969, (The Lords / Notes on Vision και The New Creatures). Τον Μάρτιο του 1971 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου ηχογράφησε για τελευταία φορά, με δυο μουσικούς τους δρόμου, κομμάτια που αργότερα κυκλοφόρησαν υπό τον τίτλο «The Lost Paris Tapes».
Ο Morrison βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο του διαμερίσματος που νοίκιαζε στο Παρίσι, στις 3 Iουλίου του 1971, από τη σύντροφό του Pamela Courson. Δεν διενεργήθηκε ποτέ αυτοψία στη σορό του μουσικού, κάτι που έδωσε τροφή σε πλήθος σεναρίων σχετικά με την αιτία θανάτου του. Σύμφωνα με την Courson, ο θάνατός του προήλθε από κατά λάθος λήψη υπερβολικής ποσότητας ηρωίνης, που ο Morrison νόμισε πως ήταν κοκαΐνη. Η ίδια η Courson πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης τρία χρόνια αργότερα. O Jim Morrison ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Père Lachaise στο ανατολικό Παρίσι.
Στη δεκαετία του 1990, ο πατέρας του τοποθέτησε στον τάφο του μια μαρμάρινη πλάκα που αναγράφει στα αρχαία ελληνικά « ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ», που ερμηνεύεται ελεύθερα ως «πιστός στο ίδιο του το πνεύμα».
πηγή: Tvxs

Βιβλίο: "Σκακιστική νουβέλα" του Στέφαν Τσβάιχ


Στέφαν Τσβάιχ: «Σκακιστική νουβέλα»

Η προειδοποίηση για την εδραίωση της βαρβαρότητας


Γράφει ο Αλέξανδρος Στεργιόπουλος - Λογοτεχνία + Ποίηση
Η «Σκακιστική νουβέλα» σε αναγκάζει να καταφύγεις στην κοινοτυπία. Στο αφόρητο κλισέ περί επικαιρότητας του καλλιτεχνικού έργου. Ναι, το πιο διάσημο βιβλίο του Αυστριακού είναι επίκαιρο και δεν μας τιμά καθόλου. Αν η κρίση του καπιταλισμού που βιώνουμε είναι παρτίδα σκάκι, δεν είναι το πνεύμα και η φαντασία που κυριαρχούν, αλλά η «λογική» της άρχουσας τάξης. Ο «εξορθολογισμός» που επιτάσσει να βγαίνουν τα νούμερα. Τίποτε άλλο. Η καπιταλιστική βαρβαρότητα αιχμαλωτίζει τη δημιουργία και αναπτύσσει μέσα μας ένα δαίμονα που μας απομυζά σιγά – σιγά. Ο Τσβάιχ, με τον τρόπο του φυσικά, προειδοποιούσε όχι για το κακό που θα έρθει (Χίτλερ, Ναζί, κτλ) αλλά για την εδραίωσή του.
Η νουβέλα δημοσιεύτηκε το 1943 στην Στοκχόλμη. Τον προηγούμενο χρόνο ο συγγραφέας, μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του, αυτοκτόνησε στη Βραζιλία. Αυτόν τον τόπο διάλεξε για την αυτοεξορία του. Γι’ αυτό η καταστροφή της Ευρώπης τη δεκαετία του ’40 αποτελούσε καταβαράθρωση όλου του έργου του.
Η «Σκακιστική νουβέλα» είναι αλληγορία για τον διαμελισμό του ανθρώπου – μαχητή. Η αποκοπή πνεύματος, φαντασίας από τη λογική οδηγεί σε μια αυτοκαταστροφική σχιζοφρένεια. Το μεγαλύτερο πλήγμα του ναζισμού, μετά τα εκατομμύρια θύματα, στον κόσμο και κυρίως στην Ευρώπη ήταν η διάσπαση και εκμηδένιση του πνεύματος. Η λογική στην υπηρεσία των πιο σκοτεινών, διεστραμμένων σχεδίων. Όταν «συναντά» το πνεύμα σε μια παρτίδα σκάκι δεν μπορεί να υπάρξει νικητής.

Ο Τσβάιχ επιλέγει δύο βασικούς ήρωες. Τον μυστηριώδη παγκόσμιο πρωταθλητή σκακιού Μίρκο Τσέντοβιτςκαι τον Δρ. Μπ. Πάνω τους «χτίζεται» η αφήγηση την οποία, κατά κάποιο τρόπο, χωρίζει σε δύο μέρη. Στο πρώτο μαθαίνουμε το πώς Τσέντοβιτς έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής. Ατομο με μειωμένη πνευματική ικανότητα, που όμως μπορούσε να «διαβάζει» τέλεια τη σκακιέρα. Με ψυχρή λογική να υπολογίζει και να κερδίζει κάθε αντίπαλο. Στο δεύτερο είναι η ιστορία του Δρ. Μπ. Οι ναζί τον συλλαμβάνουν και τον φυλακίζουν σε ένα δωμάτιο. Όχι σε φυλακή. Θέλουν να αποσπάσουν σημαντικές πληροφορίες χωρίς να ασκήσουν σωματική βία. Το δωμάτιο είναι σχεδόν άδειο. Δεν υπάρχει τίποτα για να απασχοληθεί. Μέχρι τη στιγμή που καταφέρνει να κλέψει ένα βιβλίο με παρτίδες σκακιού. Τις απομνημονεύει και τις παίζει από μνήμης. Ωσπου κάποια στιγμή αρχίζει να παίζει με τον εαυτό του. Το πνεύμα που έχει ναρκωθεί, σχεδόν εξαφανιστεί, ζωντανεύει, αλλά περνά τα όρια. Φτάνει στη σχιζοφρένεια και σώζεται στο παρά πέντε.
Οι δύο τους θα συναντηθούν στο πλοίο που μεταφέρει επιβάτες από Νέα Υόρκη σε Ρίο και Μπουένος Άϊρες. Φεύγουν για να γλυτώσουν από τις ναζιστικές ορδές. Δεν γνωρίζουν όμως ότι το ζοφερό πνεύμα του ναζισμού θα ορίσει τη μάχη των πρωταγωνιστών πάνω από τη σκακιέρα. Στην ουσία επικρατεί η βάρβαρη λογική, μια και ο Δρ. Μπ. δεν μπορεί να συνεχίσει την αντιπαράθεση με τον Τσέντοβιτς.

Ο Τσβάιχ ήταν άριστος χειριστής της μικρής φόρμας. Ο λόγος του ρέει όμορφα γιατί ξέρει από την αρχή πώς θα πλέξει την ιστορία του. Δεν εκβιάζεται και εκεί που πρέπει «ανοίγει» την αφήγηση. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι τόσο ελκυστική που ο αναγνώστης βρίσκει τη θέση του. Να κοιτά από απόσταση αυτή την μοναδική παρτίδα. Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου άρτια, αποδίδοντας με τον καλύτερο τρόπο το ύφος και το πνεύμα του Αυστριακού.
info: «Σκακιστική νουβέλα», Στέφαν Τσβάιχ, Μετ: Μαρία Αγγελίδου, Εκδ. Αγρα
πηγή:Το Περιοδικό