Υπάρχει όμως κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει...
της Δέσποινας Κουτσούμπα
"Αυτό
που πουλιέται ως «νέα» ιδέα είναι πολύ πολύ παλιά. Τόσο παλιά όσο η
αποικιοκρατία: στον πυρήνα της αντίληψης είναι οι «ιθαγενείς»"
Από τις προτροπές της γερμανικής εφημερίδας Bild Zeitung να πουλήσουμε μερικά νησιά και την Ακρόπολη, μέχρι την αναρώτηση του περιοδικού Time
αν η ιδιωτικοποίηση μπορεί να σώσει τα ελληνικά μνημεία, δεν
χρειάστηκαν παρά τρία Μνημόνια και ένας... πρόθυμος αρχαιολόγος! Άλλοι
στάθηκαν στον πηχυαίο τίτλο του τελευταίου τεύχους του Time.
Άλλοι στην εξωφρενική πρόταση του Αμερικανού αρχαιολόγου Στίβεν Μίλερ
να περάσει η διαχείριση αρχαιολογικών χώρων σε ιδιωτικές εταιρείες που
«θα τα εκμεταλλεύονται καλύτερα». Άλλοι στην εκκωφαντική σιωπή της
ελληνικής κυβέρνησης. Κι άλλοι, ευτυχώς, στην άμεση απάντηση του
Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
Σε λίγους, όμως, έκαναν εντύπωση δύο μικρές λεπτομέρειες, που αν
μεγεθυνθούν, δείχνουν ολόγυμνο εκείνο το σημείο όπου το μέλλον (που μας
ετοιμάζουν) συναντιέται με το παρελθόν (ακόμη κι αυτό που δεν ζήσαμε).
Η πρώτη λεπτομέρεια είναι η κατηγορία του «εθνικισμού» για όποιον επιμένει σε κάτι... απαρχαιωμένες αντιλήψεις δημόσιας διαχείρισης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως τις περιγράφει εκείνο το σκονισμένο βιβλίο που τιτλοφορείται Σύνταγμα της χώρας. Γιατί, σύμφωνα με το Time, «οποιαδήποτε πρόταση θα επέτρεπε στον τεράστιο πολιτιστικό πλούτο της Ελλάδας να φύγει από τα χέρια της κυβέρνησης εγείρει το βαθιά ριζωμένο εθνικιστικό συναίσθημα μιας χώρας σημαδεμένης από επανειλημμένες λεηλασίες ξένων κρατών». Για να αντιστρέψουμε το επιχείρημα, λοιπόν, η Bild Zeitung, το Time και η εταιρεία AppleBaum, που παρουσίασε μια πρόταση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης για μια «επένδυση» στις αρχαιότητες της Αττικής από το Λαύριο ώς την Ακαδημία Πλάτωνος, είναι -να υποθέσουμε- οι κήρυκες του κοσμοπολιτισμού. Πράγματι, όσο κοσμοπολίτες ήταν οι αποικιοκράτες στις Ινδίες ή οι αμερικάνικες εταιρείες που λυμαίνονταν τη Λατινική Αμερική.
Η δεύτερη λεπτομέρεια είναι η «αγανάκτηση» του Σ. Μίλερ γιατί δεν υπάρχουν ξενοδοχεία και ταβέρνες που να εξυπηρετούν τους επισκέπτες δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο της Νεμέας. Δεν είναι τόσο «αθώο» όσο ακούγεται! Γιατί ενοχλεί το ότι οι ταβέρνες βρίσκονται στη σύγχρονη κωμόπολη της Νεμέας, σε πολύ κοντινή απόσταση, σε μια κατάφυτη περιοχή; Για να το πούμε κι αλλιώς: ποιος θα ήταν ο τρόπος που ένα ξενοδοχείο δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο θα μπορούσε να «συνδεθεί με την ιστορία των αρχαίων αγώνων» και να προσελκύσει επισκέπτες; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι απλή: με το να είναι ένα ξενοδοχείο που θα υπόσχεται στον τουρίστα ότι «θα ζήσει τη μαγευτική εμπειρία της μάχης του Ηρακλή με το λιοντάρι της Νεμέας». Για να το πούμε και με τη γλώσσα των «επενδυτών» της Applebaum, μια «ολοκληρωμένη εμπειρία» που θα ενθουσιάσει τους τουρίστες.
Επειδή διαθέτουμε κι εμείς... επιχειρηματικό πνεύμα, δεν μας είναι δύσκολο να φανταστούμε Πέρσες και Έλληνες να μάχονται στον Μαραθώνα, αυλητρίδες να περιφέρονται στην Αρχαία Αγορά και αναβίωση της Εκκλησίας του Δήμου με σανδάλια και χλαμύδες στην Πνύκα προς τέρψιν των τουριστών. Ίσως επειδή έχουμε κι άλλες εικόνες κατά νου, όπως την Τροία-Chrysler ή το σπήλαιο στη Γεωργία, όπου οι τουρίστες συναντούν ζωντανούς τη Μήδεια και τον Ιάσονα. Ίσως επειδή γνωρίζουμε την αισθητική της Disneyland. Ίσως επειδή διαθέτουμε και μνήμη και θυμόμαστε αντίστοιχης αισθητικής χουντικές τελετές στο Καλλιμάρμαρο.
Δυστυχώς, δεν υπερβάλλουμε: αυτό που πουλιέται ως «νέα» ιδέα είναι πολύ πολύ παλιά. Τόσο παλιά όσο η αποικιοκρατία: στον πυρήνα της αντίληψης είναι οι «ιθαγενείς». Οι φτωχοί ιθαγενείς που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας τους, δεν έχουν καν το πολιτισμικό κεφάλαιο να «εκτιμήσουν» την ιστορία και τον πολιτισμό της. Είναι όμως ωραίοι για ντεκόρ, όταν οι αποικιοκράτες βγάζουν φωτογραφίες με τα νέα τους αποκτήματα. Έχουν βέβαια εκσυγχρονιστεί. Τώρα μιλάνε με όρους leasing, marketing, fund raising, ροών τουριστών - δεν τα λένε πια σκέτο «καθρεφτάκια». Στο τέλος, όμως, το αποτέλεσμα είναι ακριβώς ισοδύναμο. Και δεν τους πήρε ξαφνικά ο πόνος για τα μνημεία της Ελλάδας, τα έσοδα από τα «φιλέτα» έχουν βάλει στο μάτι.
Υπάρχει όμως κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει σε αυτή τη συζήτηση. Υπάρχει μια εξαρχής τοποθέτηση για το τι είναι «μαζικό» (τι προσελκύει δηλαδή πολλούς τουρίστες), άρα και σύγχρονο. Όλα τα άλλα είναι ελιτισμός ή οπισθοδρόμηση. Είναι ελιτισμός η πολιτιστική κληρονομιά να διδάσκει, αντί να «πουλάει». Είναι οπισθοδρομικό να βλέπεις τα μνημεία ως ζωντανά κύτταρα πολιτισμού για την κοινωνία που τα γέννησε και όχι ως «χρυσωρυχεία». Είναι παρατραβηγμένο να πιστεύεις ότι είναι πιο ελκυστικό για τον επισκέπτη να μαθαίνει να «διαβάζει» ο ίδιος τα μνημεία, όταν μπορείς να του στήσεις μια ολόκληρη εύπεπτη Τσινετσιτά. Είναι αναχρονιστικό, στην εποχή της φαστ-τρακ καθημερινότητας, να πιστεύεις ότι η εμπειρία επίσκεψης σε έναν ιστορικό τόπο έχει ακριβώς και αυτόν τον χαρακτήρα του αναστοχασμού. Και βέβαια, είναι ανεπίτρεπτο να επιμένεις ότι η επιστημονική γνώση είναι αυτή που έχει τον πρώτο λόγο, όταν οι απέξω περιμένουν εντυπωσιακές ανακαλύψεις.
Τα μνημεία μπορεί να μην ιδιωτικοποιηθούν τόσο σύντομα. Όμως, όταν το αγαπημένο μουσείο του πρωθυπουργού, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, γίνεται είδηση τον τελευταίο χρόνο μόνο για θέματα σχετικά με το εστιατόριό του, είναι προφανές ότι αυτή η αντίληψη μας έχει ήδη λερώσει...
* Η Δέσποινα Κουτσούμπα είναι πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
Η πρώτη λεπτομέρεια είναι η κατηγορία του «εθνικισμού» για όποιον επιμένει σε κάτι... απαρχαιωμένες αντιλήψεις δημόσιας διαχείρισης και προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως τις περιγράφει εκείνο το σκονισμένο βιβλίο που τιτλοφορείται Σύνταγμα της χώρας. Γιατί, σύμφωνα με το Time, «οποιαδήποτε πρόταση θα επέτρεπε στον τεράστιο πολιτιστικό πλούτο της Ελλάδας να φύγει από τα χέρια της κυβέρνησης εγείρει το βαθιά ριζωμένο εθνικιστικό συναίσθημα μιας χώρας σημαδεμένης από επανειλημμένες λεηλασίες ξένων κρατών». Για να αντιστρέψουμε το επιχείρημα, λοιπόν, η Bild Zeitung, το Time και η εταιρεία AppleBaum, που παρουσίασε μια πρόταση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης για μια «επένδυση» στις αρχαιότητες της Αττικής από το Λαύριο ώς την Ακαδημία Πλάτωνος, είναι -να υποθέσουμε- οι κήρυκες του κοσμοπολιτισμού. Πράγματι, όσο κοσμοπολίτες ήταν οι αποικιοκράτες στις Ινδίες ή οι αμερικάνικες εταιρείες που λυμαίνονταν τη Λατινική Αμερική.
Η δεύτερη λεπτομέρεια είναι η «αγανάκτηση» του Σ. Μίλερ γιατί δεν υπάρχουν ξενοδοχεία και ταβέρνες που να εξυπηρετούν τους επισκέπτες δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο της Νεμέας. Δεν είναι τόσο «αθώο» όσο ακούγεται! Γιατί ενοχλεί το ότι οι ταβέρνες βρίσκονται στη σύγχρονη κωμόπολη της Νεμέας, σε πολύ κοντινή απόσταση, σε μια κατάφυτη περιοχή; Για να το πούμε κι αλλιώς: ποιος θα ήταν ο τρόπος που ένα ξενοδοχείο δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο θα μπορούσε να «συνδεθεί με την ιστορία των αρχαίων αγώνων» και να προσελκύσει επισκέπτες; Η απάντηση, δυστυχώς, είναι απλή: με το να είναι ένα ξενοδοχείο που θα υπόσχεται στον τουρίστα ότι «θα ζήσει τη μαγευτική εμπειρία της μάχης του Ηρακλή με το λιοντάρι της Νεμέας». Για να το πούμε και με τη γλώσσα των «επενδυτών» της Applebaum, μια «ολοκληρωμένη εμπειρία» που θα ενθουσιάσει τους τουρίστες.
Επειδή διαθέτουμε κι εμείς... επιχειρηματικό πνεύμα, δεν μας είναι δύσκολο να φανταστούμε Πέρσες και Έλληνες να μάχονται στον Μαραθώνα, αυλητρίδες να περιφέρονται στην Αρχαία Αγορά και αναβίωση της Εκκλησίας του Δήμου με σανδάλια και χλαμύδες στην Πνύκα προς τέρψιν των τουριστών. Ίσως επειδή έχουμε κι άλλες εικόνες κατά νου, όπως την Τροία-Chrysler ή το σπήλαιο στη Γεωργία, όπου οι τουρίστες συναντούν ζωντανούς τη Μήδεια και τον Ιάσονα. Ίσως επειδή γνωρίζουμε την αισθητική της Disneyland. Ίσως επειδή διαθέτουμε και μνήμη και θυμόμαστε αντίστοιχης αισθητικής χουντικές τελετές στο Καλλιμάρμαρο.
Δυστυχώς, δεν υπερβάλλουμε: αυτό που πουλιέται ως «νέα» ιδέα είναι πολύ πολύ παλιά. Τόσο παλιά όσο η αποικιοκρατία: στον πυρήνα της αντίληψης είναι οι «ιθαγενείς». Οι φτωχοί ιθαγενείς που δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας τους, δεν έχουν καν το πολιτισμικό κεφάλαιο να «εκτιμήσουν» την ιστορία και τον πολιτισμό της. Είναι όμως ωραίοι για ντεκόρ, όταν οι αποικιοκράτες βγάζουν φωτογραφίες με τα νέα τους αποκτήματα. Έχουν βέβαια εκσυγχρονιστεί. Τώρα μιλάνε με όρους leasing, marketing, fund raising, ροών τουριστών - δεν τα λένε πια σκέτο «καθρεφτάκια». Στο τέλος, όμως, το αποτέλεσμα είναι ακριβώς ισοδύναμο. Και δεν τους πήρε ξαφνικά ο πόνος για τα μνημεία της Ελλάδας, τα έσοδα από τα «φιλέτα» έχουν βάλει στο μάτι.
Υπάρχει όμως κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει σε αυτή τη συζήτηση. Υπάρχει μια εξαρχής τοποθέτηση για το τι είναι «μαζικό» (τι προσελκύει δηλαδή πολλούς τουρίστες), άρα και σύγχρονο. Όλα τα άλλα είναι ελιτισμός ή οπισθοδρόμηση. Είναι ελιτισμός η πολιτιστική κληρονομιά να διδάσκει, αντί να «πουλάει». Είναι οπισθοδρομικό να βλέπεις τα μνημεία ως ζωντανά κύτταρα πολιτισμού για την κοινωνία που τα γέννησε και όχι ως «χρυσωρυχεία». Είναι παρατραβηγμένο να πιστεύεις ότι είναι πιο ελκυστικό για τον επισκέπτη να μαθαίνει να «διαβάζει» ο ίδιος τα μνημεία, όταν μπορείς να του στήσεις μια ολόκληρη εύπεπτη Τσινετσιτά. Είναι αναχρονιστικό, στην εποχή της φαστ-τρακ καθημερινότητας, να πιστεύεις ότι η εμπειρία επίσκεψης σε έναν ιστορικό τόπο έχει ακριβώς και αυτόν τον χαρακτήρα του αναστοχασμού. Και βέβαια, είναι ανεπίτρεπτο να επιμένεις ότι η επιστημονική γνώση είναι αυτή που έχει τον πρώτο λόγο, όταν οι απέξω περιμένουν εντυπωσιακές ανακαλύψεις.
Τα μνημεία μπορεί να μην ιδιωτικοποιηθούν τόσο σύντομα. Όμως, όταν το αγαπημένο μουσείο του πρωθυπουργού, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, γίνεται είδηση τον τελευταίο χρόνο μόνο για θέματα σχετικά με το εστιατόριό του, είναι προφανές ότι αυτή η αντίληψη μας έχει ήδη λερώσει...
* Η Δέσποινα Κουτσούμπα είναι πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων