ΜΗΝΥΜΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΘΕΑΤΡΟΥ 27 Μαρτίου 2015

 
27 Μαρτίου 2015
                                                            Μήνυμα Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου

Ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου καθιερώθηκε το 1962 από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου (Δ.Ι.Θ.). Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 27 Μαρτίου από την παγκόσμια θεατρική κοινότητα. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Δ.Ι.Θ. επιλέγει κάθε φορά από μια χώρα-μέλος του μια διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα του θεάτρου για να γράψει μήνυμα, το οποίο διαβάζεται σε όλα τα θέατρα και μεταδίδεται από τα Μ.Μ.Ε. σε όλο τον κόσμο. Το μήνυμα για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου έχουν γράψει μεταξύ άλλων οι: Ζαν Κοκτώ, Άρθουρ Μίλλερ, Λώρενς Ολίβιε, Ζαν Λουί Μπαρώ, Πήτερ Μπρουκ, Πάμπλο Νερούδα, Ευγένιος Ιονέσκο, Λουκίνο Βισκόντι, Μάρτιν Έσλιν, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Αριάν Μνουσκίν, Ρομπέρ Λεπάζ, Αουγκούστο Μποάλ, Τζούντι Ντεντς, Τζον Μάλκοβιτς, Ντάριο Φο, Brett Bailey κ.ά.
Φέτος το μήνυμα έγραψε ο Πολωνός σκηνοθέτης Krzysztof Warlikowski.
Το μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας Θεάτρου διαβάζεται σε κάθε θέατρο πριν από την παράσταση της 27ης Μαρτίου.


από τον Krzysztof Warlikowski

Οι αληθινοί δάσκαλοι του θεάτρου συχνά απαντώνται εκτός σκηνής. Και γενικώς δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για το θέατρο ως μηχανισμό αντιγραφής συμβάσεων ή αναπαραγωγής κοινοτυπιών. Επικεντρώνονται περισσότερο στην πηγή της παρόρμησης, τα πραγματικά ζωογόνα ρεύματα που τείνουν να υπερβούν τις θεατρικές αίθουσες και τα πλήθη που είναι διατεθειμένα να αντιγράψουν έναν οποιοδήποτε κόσμο. Αντιγράφουμε αντί να δημιουργούμε κόσμους που να εστιάζουν ή και να εξαρτώνται από τον διάλογο με το κοινό και τα υποδόρια συναισθήματά του. Ενώ στην πραγματικότητα τίποτα δεν μπορεί να αποκαλύψει καλύτερα από το θέατρο τα κρυμμένα πάθη.
Αρκετά συχνά στρέφομαι στη λογοτεχνία για να με καθοδηγήσει στη σωστή κατεύθυνση. Κάθε μέρα που περνά σκέφτομαι τους συγγραφείς που σχεδόν εκατό χρόνια πριν περιέγραψαν προφητικά την πτώση των Ευρωπαίων Θεών, το λυκόφως που βύθισε τον πολιτισμό μας σε ένα σκοτάδι που ακόμα περιμένει το φως. Σκέφτομαι τον Φράνζ Κάφκα, τον Τόμας Μαν και τον Μαρσέλ Προύστ. Σήμερα θα προσέθετα και τον Τζον Μάξγουελ Κούτσι σ’ αυτόν τον κύκλο προφητών.
 
Το κοινό τους όραμα για το αναπόφευκτο τέλος του κόσμου –όχι του πλανήτη αλλά του μοντέλου των ανθρώπινων σχέσεων– και της ανατροπής της κοινωνικής συνοχής, είναι σοκαριστικά επίκαιρο για τον σύγχρονο άνθρωπο στο εδώ και στο τώρα. Για μας που ζούμε μετά το τέλος του κόσμου. Που ζούμε με τα εγκλήματα και τις συγκρούσεις που ξεσπούν καθημερινά παντού με τέτοια ταχύτητα που ούτε τα πανταχού παρόντα Μ.Μ.Ε. δεν μπορούν πλέον να παρακολουθήσουν. Αυτές οι εκλάμψεις γρήγορα γίνονται ενοχλητικές και εξαφανίζονται ανεπιστρεπτί από τους ειδησεογραφικούς τίτλους. Αισθανόμαστε ευάλωτοι, τρομαγμένοι και εγκλωβισμένοι. Δεν είμαστε πλέον ικανοί να κτίσουμε πύργους και τα τείχη που επιμόνως ορθώνουμε δεν μας προστατεύουν πλέον από τίποτα –αντιθέτως, απαιτούν προστασία και φροντίδα που απομυζούν μεγάλος μέρος της ενέργειας μας. Δεν έχουμε πλέον το σθένος να προσπαθούμε να διακρίνουμε αυτό που βρίσκεται πίσω από τις πύλες και πίσω από τα τείχη. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος ύπαρξης του θεάτρου κι εκεί ακριβώς πρέπει να αναζητά τη δύναμη του. Να διεισδύει στο εσωτερικό, εκεί όπου απαγορεύεται.
 
«Ο μύθος επιδιώκει να εξηγήσει το ανεξήγητο. Καθώς αναδύεται από ένα φόντο αλήθειας, οφείλει να επιστρέψει στο ανεξήγητο» –με αυτό τον τρόπο περιέγραψε ο Κάφκα τη μετουσίωση του μύθου του Προμηθέα. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι οι ίδιες λέξεις θα όφειλαν να περιγράφουν το θέατρο. Και αυτό το είδος θεάτρου που θεμελιωμένο στην αλήθεια βρίσκει την ολοκλήρωσή του στο ανεξήγητο, εύχομαι σε όλους τους εργάτες του θεάτρου, της σκηνής και της πλατείας και το εύχομαι με όλη μου την καρδιά.

Βιογραφικό Σημείωμα:
Ο Krzysztof Warlikowski (Κριστόφ Βαρλικόφσκι), ένας από τους πιο προβεβλημένους σκηνοθέτες της γενιάς του, γεννήθηκε στην Πολωνία το 1962. Σε συνεργασία με τη σκηνογράφο Małgorzata Szczęśniak (Μαλγκορζάτα Σέσνιακ), δημιουργούν μοναδικές θεατρικές εικόνες. Με τη μέθοδο της δουλειάς του, οδηγεί τους ηθοποιούς του να αγγίξουν τα βαθύτερα στρώματα της δημιουργικότητάς τους. Έχει δημιουργήσει μια νέα σκηνική ανάγνωση του Σαίξπηρ και μια ανατρεπτική ερμηνεία των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών, όντας επίσης γνωστός για το σκηνοθετικό ανέβασμα σύγχρονων συγγραφέων. Η παραγωγή της παράστασης Καθαροί πιά της Σάρα Κέην το 2002 στο Φεστιβάλ της Αβινιόν και στο Φεστιβάλ de Théâtre des Amériques στο Μοντρεάλ έτυχε θερμής υποδοχής. Ήταν η καθοριστική στιγμή για τη διεθνή παρουσία του Warlikowski στο θεατρικό στερέωμα.
 
Από το 2008 είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Nowy Teatr (New Theater) στη Βαρσοβία, όπου μέχρι στιγμής έχει σκηνοθετήσει τέσσερις παραστάσεις βασισμένες σε πολυεπίπεδες διασκευές κειμένων: (Α)πολλώνια [(A)pollonia, 2009], Το Τέλος (The End, 2010), Αφρικανικές Ιστορίες από τον Σαίξπηρ (African Tales by Shakespeare, 2011) και Καμπαρέ Βαρσάουσκι (Kabaret warszawski, 2013). Τώρα εργάζεται για τη σκηνική προσαρμογή του έργου Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (In Search of Lost Time) του Μαρσέλ Προύστ. Με το Nowy, o Warlikowski δημιούργησε ένα δικό του τρόπο σκέψης για τον ρόλο και τη θέση του θεάτρου στην κοινωνία επιδιώκοντας την εμπλοκή των θεατών στις παραστάσεις του. Το μότο του για το θέατρο είναι: «Απέδρασε από το θέατρο» (Escape the theatre).
Οι θεατρικές παραγωγές του Warlikowski έχουν παρουσιαστεί στα πιο σημαντικά φεστιβάλ: Φεστιβάλ Αβινιόν, Festival Prensa de Otoño στην Μαδρίτη, Διεθνές Φεστιβάλ Εδιμβούργου, Wiener Festwochen, Next Wave Festival BAM στην Νέα Υόρκη, Φεστιβάλ Αθηνών, Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Σαντιάγο α Μιλ στην Χιλή, Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου PoNTI στο Πόρτο, XXI Φεστιβάλ Παραστατικών Τεχνών Σεούλ στην Νότια Κορέα, Φεστιβάλ BITEF στο Βελιγράδι.
Ένα ξεχωριστό πεδίο εργασίας του Krzysztof Warlikowski είναι η όπερα. Ο Warlikowski σκηνοθετεί στις μεγαλύτερες όπερες συμπεριλαμβανομένων των La Monnaie στις Βρυξέλες, National Opera του Παρισιού και της Bayerische Staatsoper στο Μόναχο. Η προσπάθειά του για την «επανα-θεατρικοποίηση» της όπερας τον ανέδειξε σε ρηξικέλευθο σκηνοθέτη της όπερας. Μεταξύ άλλων έχει σκηνοθετήσει: Ιφιγένεια εν Ταύροις, Υπόθεση Μαρκόπουλος, Πάρσιφαλ, Η Γυναίκα χωρίς Σκιά, Μήδεια, Λούλου και πρόσφατα το Ντον Τζιοβάννι.
 
Ο Krzysztof Warlikowski έχει κερδίσει πλήθος βραβείων, συμπεριλαμβανομένων αυτών της Ένωσης Γάλλων Κριτικών Θεάτρου το 2003 για την παραγωγή του έργου Καθαροί πιά της Σάρα Κέην και το βραβείο για την καλύτερη ξενόγλωσση παραγωγή που έχει παρουσιαστεί στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του 2002-2003. Το 2008 οι Γάλλοι κριτικοί βράβευσαν επίσης το Άγγελοι στην Αμερική. Τιμήθηκε από το Πολωνικό παράρτημα του Τμήματος Θεατρικών Κριτικών του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου για τη διάδοση της θεατρικής Πολωνικής κουλτούρας στο εξωτερικό. Το 2006 έλαβε το βραβείο Μέγιερχολντ στην Μόσχα και τον Απρίλιο του 2008 το βραβείο X Europe «Νέες θεατρικές πραγματικότητες» στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάιο του 2008 έλαβε από την εφημερίδα New York’s Village Voice το βραβείο Obie για τη σκηνοθεσία της παράστασης Krum του Hanoch Levin, που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ BAM’s 25th Next Wave. Βραβεύτηκε με το “Golden Mask” για την καλύτερη ξένη παραγωγή που παρουσιάστηκε στη Ρωσία το 2011 με την παράσταση (A)pollonia του θεάτρου Nowy.
 
Τον Μάιο του 2012 το θέατρο Nowy τιμήθηκε με το βραβείο Diagilev στην Perm (Ρωσία) από διεθνή κριτική επιτροπή με πρόεδρο τον Gerard Mortier, για την παράσταση African Tales by Shakespeare. To 2013 έλαβε την ανώτατη γαλλική τιμητική διάκριση του Ταξιάρχη Γραμμάτων και Τεχνών.

Μετάφραση από τα αγγλικά για το Ε.Κ.Δ.Ι.Θ. Νεόφυτος Παναγιώτου
Επιμέλεια μετάφρασης από τα γαλλικά για το Ε.Κ.Δ.Ι.Θ. Αλέξης Αλάτσης, Ζέττα Πασπαράκη

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

Προβολή στο Πολιτιστικό Κέντρο "RAN" του Ακίρα Κουροσάβα Παρασκευή 27/3 στις 20:00


Η Κινηματογραφική Λέσχη Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζομένων ΟΤΕ Ν. Αττικής, παρουσιάζει την Παρασκευή 27/3 στις 20:00, με ελεύθερη είσοδο την ταινία:

RAN Ιαπωνία – 1985 | Έγχρ. | Διάρκεια: 160'. Σκηνοθεσία: Ακίρα Κουροσάβα. Με τους: Τατσούα Νακαντάι, Ακίρα Τεράο, Τζινπάτσι Νέζου

Υπόθεση: Μετά από 70 χρόνια απόλυτης ηγεμονίας ο πολέμαρχος Hidetora Ichimonji αποφασίζει να παραιτηθεί από τα αξιώματα του και να χωρίσει το βασίλειο του σε τρία μέρη για τους τρεις γιους του, με μόνη του επιθυμία να ζήσει σαν τιμώμενο πρόσωπο σε κάθε ένα από τα κάστρα τους. O μεγαλύτερος γιος θα ηγείται ενώ οι άλλοι δυο θα έχουν ίσα μερίδια από την πατρική περιουσία, οφείλοντας όμως να υπακούν και να στηρίζουν τον μεγαλύτερο αδελφό τους. Ενώ οι δυο μεγαλύτεροι γιοι κολακεύουν τον πατέρα τους με σκοπό να τον απογυμνώσουν από πλούτη και αξιώματα, ο μικρότερος προσπαθεί να τον προειδοποιήσει για την ανοησία του. Ο πατέρας εξοργισμένος με την αυθάδεια του, τον αποκληρώνει και τον διώχνει. Ο μικρότερος γιος, όμως, βγαίνει αληθινός. Τα δυο αδέλφια ξεκινούν πόλεμο μεταξύ τους και εκείνος βρίσκεται μπλεγμένος στη δίνη μιας μάχης για εξουσία, δύναμη και πλούτο μεταξύ των δυο γιων του.
Μια αριστουργηματική διασκευή του σεξπιρικού «Βασιλιά Λιρ» από τον Ιάπωνα σκηνοθέτη, τοποθετημένη στη φεουδαρχική περίοδο. Στήσιμο των μαχών, ντεκόρ, κοστούμια, φωτογραφία, μινιμαλιστική μουσική, μοντάζ, ερμηνείες, ακόμη και το μακιγιάζ, όλα τέλεια!

H ταινία εστιάζει στον εγωισμό του ανθρώπου, στην υπεροψία, τη δίψα για εξουσία και την ανάγκη για αγάπη που δεν εκφράζεται παρά μόνο όταν όλα έχουν χαθεί. Η απεικόνιση της βαθιά ριζωμένης επιθυμίας του ανθρώπου να εξουσιάζει, να υποδουλώνει και να μάχεται τον ίδιο τον άνθρωπο, με καταστροφικά αποτελέσματα, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.

Διακρίσεις: 3 Υποψηφιότητες Oscar, Oscar Καλύτερων Κοστουμιών, BAFTA Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας & Μακιγιάζ, Υποψήφιο για ΒΑFTA Καλύτερης Φωτογραφίας, Κοστουμιών, Παραγωγής & Προσαρμοσμένου Σεναρίου, Βραβείο British Society Of Film Critics Awards Καλύτερης Ταινίας & Φωτογραφίας, Japanese Academy Award Καλύτερου Art Direction & Music Score

Την ταινία θα προλογίσει ο φίλος της Κιν/φικής Λέσχης του Π.Κ., Κωστής Ντέμος.

(Η χορηγία των ταινιών είναι ευγενική παροχή της New Star και του κ. Βελισσάριου Κοσυβάκη.)

  Η Υπεύθυνη της Κινηματογραφικής Λέσχης: Στάικου Σέβη.

Αγωνιστική παρέμβαση στις εκλογές του ΠΚΕ-ΟΤΕ Ν. Αττικής



Αγωνιστική παρέμβαση στις εκλογές του ΠΚΕ-ΟΤΕ Ν. Αττικής
Στην εποχή της βαθιάς οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής κρίσης, στην εποχή της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού, της φτωχοποίησης και της διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής, η τέχνη κι ο πολιτισμός, η έκφραση των ανθρώπων της εργασίας, είναι αδιαμφισβήτητα και όσο ποτέ προηγούμενως, όροι επιβίωσης και δημιουργικής αντίδρασης σε καθημερινή βάση.
Τα τεκταινόμενα του Πολιτιστικού μας Κέντρου σήμερα, η φυσιογνωμία αλλά και το μοντέλο άσκησης διοίκησης του, δεν του επιτρέπουν να «ανασάνει». H μεγάλη πλειοψηφία των συναδέλφων/ισσών είτε ασφυκτιούν και δεν εκφράζονται εντός του ή ακόμα και αγνοούν την ύπαρξή του.
Οι δυνάμεις του συνδικαλιστικού δικομματισμού (ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ ή με όποιο άλλο όνομα κι αν εμφανιστούν,  όσο «ανεξάρτητοι» και αν προσποιηθούν οτι είναι) έχουν μυριστεί εδώ και χρόνια τα πολλαπλά οφέλη που μπορούσαν να αποκομίσουν διεκδικώντας τον πλήρη έλεγχο του φορέα και από προπύργιο οραμάτων, χώρο χειραφέτησης, πνευματικής εξύψωσης, ανάπτυξης της συναδελφικότητας και της αλληλεγγύης, χώρο πνευματικών και πολιτιστικών μαχών, έχει καταντήσει  άντρο παραγοντισμού και ιδιοτέλειας και έχει εκπέσει σε γραφείο δημοσίων σχέσεων του πολιτικού και συνδικαλιστικού τους φορέα.
Ρωτούν πολλοί, γιατί παρατάξεις και κόμματα σε ένα Πολιτιστικό Κέντρο Εργαζομένων.
 Οι παρατάξεις και τα κόμματα δεν είναι από μόνα τους παθογόνα. Είναι συλλογικότητες ανθρώπων με κοινή ιδεολογία, αισθητική και συμπεριφορά, που στη δημοκρατία λειτουργούν ως πυλώνες της. Αν δε μας αρέσει όπως πραγματώνεται αυτή η εκπροσώπηση, δε φταίει ο θεσμός, φταίει η ανοχή και ωχαδερφισμός μας.
Ρωτούν πολλοί, τί σχέση έχει ο Πολιτισμός με την Πολιτική.
Ο λόγος περί πολιτισμού είναι κατεξοχήν λόγος πολιτικής ακόμα και όταν είναι ανύποπτος ή δήθεν απολίτικος. Στην πραγματικότητα ο πολιτισμός είναι το πιο πρόσφορο πεδίο πολιτικής, γιατί οτιδήποτε γίνεται στο πεδίο της συνδέεται εξ ορισμού με την αισθητική και την ιδεολογία, τις νοοτροπίες και τα στερεότυπα.
Απέναντι λοιπόν, σε αυτή την παρακμή που έχει οδηγηθεί το ΠΚΕ-ΟΤΕ με ευθύνη της πλειοψηφίας, η Πολιτιστική Δημιουργία, η ριζοσπαστική συλλογικότητα μας,  προτείνει και αγωνίζεται επί χρόνια για:
  • Ερασιτεχνική δημιουργία και δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.
  • Μαζικό λαϊκό αθλητισμό μακριά από την εμπορευματοποίησή του.
  • Προβολή της ερασιτεχνικής δημιουργίας που παράγουν τα τμήματα του Π.Κ.Ε στους χώρους δουλειάς και όπου αλλού η μαστιζόμενη κοινωνία μας χρειάζεται. Φυλακές, ιδρύματα, νοσοκομεία,  γειτονιές.
  • Μαζική ένταξη των νέων συναδέλφων στο Πολιτιστικό.
  • Αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες με κατάργηση της ΓΑΣ και επαναφορά των γενικών συνελεύσεων των μελών – δημοκρατική λειτουργία ΔΣ - οικονομική διαφάνεια.
  • Δημιουργική επαφή με την φύση.
  • Αλληλεγγύη στους «κολασμένους» της γης, με ανοχή στην διαφορετικότητα και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του καθενός.
  • Δημιουργική σύμπραξη με άλλα κοινωνικά, φεμινιστικά, περιβαλλοντικά, αντιφασιστικά, αλληλέγγυα κινήματα.
  • Την παγκόσμια ειρήνη, το περιβάλλον, την προστασία των ελεύθερων χώρων από την εμπορευματοποίηση, την ποιότητα της ζωής μας.
Στα πλαίσια αυτά τα προηγούμενα τρία χρόνια, με τις δύο μόνο έδρες που μας αναλογούσαν στο Δ.Σ., μεταξύ άλλων:
·         Χτίσαμε από την αρχή το Θεατρικό Τμήμα και αφού το κατέστρεψαν, το ξαναχτίσαμε.
·         Ιδρύσαμε την Κινηματογραφική Λέσχη και το θερινό σινεμά στον κήπο μας.
·         Εδραιώσαμε τη σημασία των Παιδικών Τμημάτων και κρατήσαμε όρθια την ποιοτική τους λειτουργία.
·         Οργανώσαμε ποιητικές βραδιές με φορείς της γειτονιάς της πλ. Βικτωρίας.
·         Προβάλαμε το ντοκιμαντέρ «Νεοναζί:Το ολοκαύτωμα τς μνήμης» με καλεσμένο τον δημιουργό του Στ. Κούλογλου
·         Καταφέραμε το Π.Κ. να γίνει συμπαραγωγός του ανεξάρτητου ντοκιμαντέρ, «Στα-γώνες», της Νέλλης Ψαρρού, για την ιδιωτικοποίηση του νερού.
·         Καταθέσαμε ψηφίσματα κατά του «μαύρου» της ΕΡΤ, υπέρ του κλεισίματος των στρατοπέδων συγκέντρωσης και κατά της βάρβαρης πολιτικής των μνημονίων της προηγούμενης κυβέρνησης.
·         Εισηγηθήκαμε και καταφέραμε την αγορά φαρμάκων για την Παλαιστίνη, την περίοδο του Πολέμου των 50 ημερών στη Γάζα. Στηρίξαμε τη δράση «Η αλληλεγγύη κρατάει τη ζωή στο Κομπάνι» μαζεύοντας φάρμακα και τρόφιμα.
·         Προτείναμε σειρά θεατρικών παραστάσεων για επιδότηση των εισητηρίων τους στα μέλη μας.
·         Στηρίξαμε το Φεστιβαλ Νέων του Π.Κ.Ε, εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, την Πρωτομαγιά και όποιες άλλες πρωτοβουλιές για τις οποίες ζητήθηκε η βοήθεια μας.
·         Ασκήσαμε ενδελεχή και επίμονο  έλεγχο στα οικονομικά του Π.Κ. και στα δυσλειτουργικά πεπραγμένα του προεδρείου, ώστε στοχοποιηθήκαμε με σκοπό την εξάντληση και την παραίτησή μας και γίναμε αποδέκτες τραμπουκισμών και σεξιστικών σχολίων.
Δον Κιχώτες σε βαλτωμένους καιρούς κυνηγάμε ανεμόμυλους, πιστεύουμε σε ουτοπίες, ορμάμε στο αύριο.
Ενισχύουμε το ψηφοδέλτιο της ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ που πλαισιώνεται από συναδέλφισσες/ους που έχουν  πολύχρονη συμμετοχή στα Τμήματα του Πολιτιστικού Κέντρου και το έχουν υπηρετήσει και από θέσεις ευθύνης, με άποψη για τον Πολιτισμό, με ήθος, αγωνιστικότητα και ανιδιοτέλεια. Η ανατροπή που ξεκίνησε στις 25 Γενάρη να έρθει και στο Πολιτιστικό.


ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

Του συναδέλφου Δημήτρη Γραμματικάκη

   ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ  «ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ» ΤΟΥ E.W. SAID   
Ο Said αναλαμβάνει μέσα από τη σειρά των συγκεκριμένων διαλέξεων να επανανοηματοδοτήσει και να επαναφέρει στο προσκήνιο ενός δημόσιου διαλόγου(discourse) ερωτήματα  και όρους που τα τελευταία χρόνια η αναφορά τους  παραπέμπει σε κενά σημαίνοντα . Το εγχείρημά του δεν διακρίνεται από μια αυστηρή κανονιστικότητα, άλλωστε σκοπός του δεν είναι τόσο η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου επιχειρήματος, όσο η ανάδειξη του ζητούμενου «διανοούμενοι και θέση τους μέσα στην πραγματικότητα» μέσα από τις πολλές και διαφοροποιημένες εκφάνσεις του.
Το σύνολο των διαλέξεων προσδιορίζεται από το μόνιμο διάλογο του συγγραφέα με μια σειρά στοχαστών αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του στην προσπάθεια του να καταδείξει τα πολλαπλά σημαινόμενα  του διανοούμενου καθώς και τις προβληματικές που τα ακολουθούν . Ο Said  συστηματοποιεί αυτό το διάλογο με μια σειρά αναφορικών σημείων, που τον διευκολύνουν μεθοδολογικά . Πρώτον το ιστορικό πλαίσιο που τον ενδιαφέρει και μέσα σε αυτό κινείται είναι η  νεωτερικότητα , συγκεκριμένα 19ος – 20 ος αιώνας, η εποχή των άκρων και των μεγάλων αλλαγών . Δεύτερον χρησιμοποιεί  κάποιους άξονες προκειμένου να καθορίσει με σαφήνεια το διακύβευμα  «διανοούμενοι» μέσα από την αναπόδραστη αλληλεξάρτηση του με τους πρώτους . Οι άξονες αυτοί – ταυτότητα, έθνος, εξουσία, κοινωνία - διευκολύνουν το Said «εργαλειακά» να προχωρήσει σε μια δομιστικού τύπου προσέγγιση των διανοουμένων.
Πιο συγκεκριμένα ο Said αναζητά να οριοθετήσει τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του διανοούμενου μέσα από την παράθεση αρκετών σχετικών τυπολογιών. Ξεκινά με τον Gramsci, o οποίος βλέπει το διανοούμενο μέσα σε κάθε ανθρώπινο υποκείμενο με τη διαφορά ότι δεν λειτουργούν όλοι ως διανοούμενοι μέσα στην κοινωνία . Ο Gramsci  διακρίνει τους διανοούμενους σε δύο κατηγορίες : α) Οι Παραδοσιακοί, δηλ. οι δάσκαλοι, οι ιερείς, οι Διοικητικοί Υπάλληλοι και β) Οι Οργανικοί, δηλ. αυτοί που συνδέονται άμεσα με τις τάξεις, τα στρώματα, τις επιχειρήσεις και ουσιαστικά αποτελούν το όχημα  - φωνή μέσω του οποίου οι τελευταίες θα οργανώσουν τα συμφέροντα τους, θα κερδίσουν περισσότερη δύναμη και θα αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο τόσο στο πλαίσιο τους όσο και στην ευρύτερη κοινωνία . Με άλλα  λόγια ο διανοούμενος του Gramsci κατέχει κεντρική θέση στο πλαίσιο λειτουργίας των νεωτερικών κοινωνιών . Αντίθετα ο Ζυλιέν Μπεντά ορίζει τους διανοούμενους ως μια μικρή και επίλεκτη ομάδα χαρισματικών και προικισμένων φιλόσοφων – βασιλιάδων, μια άλλη εκδοχή της Πλατωνικής θεώρησης, οι οποίοι είναι αποστασιοποιημένοι από τον πρακτικό και εργαλειοποιημένο κόσμο της καθημερινότητας ταυτόχρονα όμως ο στοχασμός τους διαυγάζει και αρθρώνει τη συνείδηση του ανθρώπινου γένους . Ο διανοούμενος του Μπεντά παρουσιάζει αντιφάσεις γιατί ενώ είναι αποστασιοποιημένος και απομονωμένος από το δημόσιο χώρο την ίδια στιγμή οφείλει να βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς αντίθεσης με το status quo, να κάνει έντονη κριτική στην εξουσία και στους φορείς της και να υπερασπίζεται τους αδυνάτους . Ο Said θεωρεί τον τύπο διανοούμενου του Gramsci πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από τον τύπο που περιγράφει ο Μπεντά . Ένας άλλος στοχαστής ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Gouldner μιλά για μια νέα τάξη διανοουμένων, οι οποίοι δεν απευθύνονται στο ευρύ κοινό, η σκέψη και ο λόγος τους είναι αυστηρά προσδιορισμένοι από το επάγγελμά τους και απευθύνεται στενά στα πλαίσια του επαγγελματικού υποσυστήματος στο οποίο και λειτουργούν, πρόκειται για την “Κουλτούρα του Κριτικού Λόγου” όπως χαρακτηριστικά ονομάζει τα μέλη αυτής της νέας τάξης διανοουμένων. Έναν αντίστοιχο τύπο διανοούμενου έχει στο μυαλό του ο Foucault όταν  μιλά για την αντικατάσταση του “Οικουμενικού” διανοούμενου τύπου Sartre από τον “Ειδικό” τύπου Oppenheim. Σε αυτό το σημείο ο Said καταθέτει τη θέση του για τον αμφίσημο ρόλο του διανοούμενου μέσα στην πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει πως ο διανοούμενος σχοινοβατεί μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, με άλλα λόγια δεν μπορεί να υπάρξει ως «ιδιωτεύων» αφού από τη στιγμή που εκτίθεται μέσω του λόγου και της γραφής του έχει εισέλθει στο δημόσιο χώρο ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να υπάρξει και ως «δημόσιος» μόνο - φερέφωνο και σύμβολο ενός αγώνα, μιας τάξης, ενός κινήματος – αφού πάντα προϋποτίθεται η αυτονομία της ύπαρξης και της θέσης του. Φυσικά ο «δημόσιος» ρόλος του διανοουμένου μέσα στην κοινωνία δεν μπορεί να υποβιβάζεται στη θέση ενός απρόσωπου επαγγελματία, ενός επιτήδειου ειδικού, αντίθετα οφείλει να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα, να αντιπαρατίθεται στην ορθοδοξία και το δογματισμό, να αντιστέκεται στη στρατολόγηση του από τις διάφορες κυβερνήσεις ή μεγάλες επιχειρήσεις και να προτάσσει την εκπροσώπηση ανθρώπων και θεμάτων που κατά κανόνα παρακάμπτονται και αντιμετωπίζονται σαν να μην υπάρχουν. Ο διανοούμενος κατά το Said διατρέχεται όσον αφορά το δημόσιο λόγο του από ένα συγκεκριμένο αξιακό πρόγραμμα με οικουμενικό χαρακτήρα, πρόκειται για την προάσπιση των αρχών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης για όλους τους ανθρώπους και την κατάδειξη της παραβίασης αυτών των αρχών σε κάθε περίπτωση. Ένα άλλο κεντρικό χαρακτηριστικό του διανοούμενου είναι η ικανότητα της αναπαράστασης και ανάδειξης μιας θέσης, ενός οράματος, μιας φιλοσοφίας που την ίδια στιγμή απευθύνεται στο κοινό αλλά και εκπηγάζει από αυτό. Χαρακτηριστικά επίσης καταγράφεται ο ρόλος και η θέση του διανοούμενου μέσα στη νεωτερικότητα μέσα από κάποιες μυθιστορηματικές αφηγήσεις του τέλους του 19ου και της αρχής του 20ου αιώνα - ο S. Dedalus από Το Πορτραίτο ενός Καλλιτέχνη σε Νεαρή Ηλικία του Joyce, ο Bazarov από το Πατέρες και Γιοι του Turgenev και ο F. Moreau από την Αισθηματική Αγωγή του Flaubert – πρόκειται για ακραίες και μεγεθυσμένες φιγούρες που παρ’ όλα  αυτά αποτυπώνουν και αντανακλούν το ηθικό και πολιτικό πρόταγμα του διανοούμενου έτσι όπως το καθορίζουν και οι πιο ύστερες προσεγγίσεις τύπου Said. Τον κύκλο αυτών των τυπολογιών για τα χαρακτηριστικά του διανοούμενου που  παραθέτει ο Said έρχεται να ολοκληρώσει  ο  Αμερικανός κοινωνιολόγος C. Wright Mills, ο οποίος προτείνει έναν ανεξάρτητο διανοούμενο που βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνηση έτσι ώστε να αποκαλύπτει και να εξουδετερώνει τα σχετικά με το όραμα και τη διανόηση στερεότυπα με τα οποία μας κατακλύζουν τα σύγχρονα συστήματα αναπαράστασης. Το αίτημα του διανοούμενου είναι η προάσπιση της αλήθειας στο δημόσιο χώρο, άρα η προσπάθεια αντίστασης και αμφισβήτησης προς τις εικόνες και τις «εκδοχές» των γεγονότων με τις οποίες τροφοδοτεί η πολιτική εξουσία μέσω των Μ.Μ.Ε. την κοινή γνώμη και όχι μια φαταλιστική διάθεση διαφυγής προς ένα βασίλειο αγνής τέχνης και σκέψης. Επομένως ο τύπος του διανοούμενου που είναι συνεπής με τον εαυτό του και την πραγματικότητα κατά το Said δεν είναι ούτε ο ειρηνοποιός ούτε αυτός που επιθυμεί τη συναίνεση αλλά αυτός που προτάσσει το κριτικό του πνεύμα στο χώρο του δημοσίου για να έρθει σε σύγκρουση με τις νόρμες της εξουσίας, να καταρρίψει τα στερεότυπα, να υποστηρίξει τους ανίσχυρους, να φέρει στο φως όλη και όχι τη «μισή» αλήθεια.
Στη συνέχεια ο Said θέτει ως άξονα στην προσέγγιση της προβληματικής του διανοούμενου, το έθνος, τη γλώσσα, τις παραδόσεις. Πιο συγκεκριμένα πριν από 60 – 70 χρόνια ο Μπεντά μιλά για έναν οικουμενικό διανοούμενο, εννοώντας ασφαλώς τον Ευρωπαίο και μόνο διανοούμενο. Από τότε ως σήμερα υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση και αλλαγή του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη, πράγμα που σημαίνει ότι η Ευρώπη και η Δύση δεν είναι ο μοναδικός πόλος του κόσμου. Ταυτόχρονα οι αλλαγές αυτές αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα σε σχέση με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που αναπτύσσουν οι διανοούμενοι ανά τόπο και συγκυρία . Παρ’ όλες αυτές τις διαφορές ο Said υποστηρίζει πως κάθε διανοούμενος καθορίζεται από κάποια γενικά χαρακτηριστικά, τα οποία προσδιορίζονται κατά πρώτο λόγο από την εθνικότητα του, της οποίας έκφανση σε επίπεδο ιδεολογίας είναι ο εθνικισμός, αλλά και από τη μητρική του γλώσσα, η οποία τον εμπεριέχει και ταυτόχρονα είναι φορέας και όχημα της σκέψης του. Στο σημείο αυτό ο Said εντοπίζει ένα βασικό πρόβλημα για κάθε διανοούμενο, κάθε κοινωνία συγκροτείται μέσα από μια γλωσσική κοινότητα και αντιστρόφως κάθε γλώσσα προσδιορίζεται από την εκάστοτε κοινωνία . Αυτό σημαίνει πως στο πλαίσιο αυτής της γλωσσικής κοινότητας αναπαράγονται συγκεκριμένες στάσεις, νοοτροπίες, παραδόσεις, στερεότυπα, σχέσεις και επομένως διαιωνίζονται και ανανεώνονται συγκεκριμένα πλέγματα κυριαρχίας και εξουσίας. Με άλλα λόγια η ίδια η γλώσσα γίνεται το context της εξουσίας και των μηχανισμών της, γίνεται η γλώσσα του εφησυχασμού, της συναίνεσης, της παραίτησης και επομένως της αναπαραγωγής του status quo, αυτή είναι η «πολιτική» γλώσσα κατά τον Orwell και η γλώσσα της δημοσιογραφίας κατά το Said και τη γλώσσα αυτή καλείται να «ξεσκεπάσει» ο διανοούμενος . Αυτή την επίσημη εθνική γλώσσα της κυριαρχίας κατά τον Arnold(1869) o διανοούμενος όχι μόνο δεν πρέπει να κρίνει αλλά θα πρέπει να υποστηρίξει και να προασπίσει, γιατί είναι ο φορέας της εθνικής ταυτότητας και  κοινότητας, είναι ουσιαστικά ο εαυτός του έθνους. Το έθνος πραγματώνεται με τον καλύτερο τρόπο μέσω του κράτους και παράγει τα καλύτερα προϊόντα, τον εθνικό πνευματικό πολιτισμό και την κουλτούρα, επομένως σε αυτό το πλαίσιο χρέος των διανοουμένων είναι να αποτελέσουν τις ασφαλιστικές δικλείδες της κοινωνίας, για την υπαγωγή όλων των μελών της σε μια εθνική κοινότητα. Από αυτό τον άκρατο εθνικισμό και το κλείσιμο στο πλαίσιο της εθνικής κοινότητας δείχνει φαινομενικά να απομακρύνεται ο Μπεντά(1920) υποστηρίζοντας πως οι διανοούμενοι είναι ανάγκη να στραφούν σε οικουμενικές, πανανθρώπινες και συλλογικές αξίες, οι οποίες όμως εκπορεύονται αποκλειστικά από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Επομένως η θέση του Said περί γενικών χαρακτηριστικών(εθνικότητα, γλώσσα, παγιωμένοι τρόποι σκέψης κλπ) των διανοουμένων επιβεβαιώνεται καθώς και το γεγονός του ανυπέρβλητου από  τους τελευταίους αυτών των χαρακτηριστικών, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος διαχείρισης του ισλαμικού κόσμου – γενικευτικός, απλοποιητικός, υποτιμητικός – από τους Αμερικάνους και Ευρωπαίους διανοούμενους. Ακολουθώντας τη συγκεκριμένη συλλογιστική που ξετυλίγει ο Said βρισκόμαστε μπροστά στο δίλημμα – ερώτημα, αν η εθνικότητα δεσμεύει πράγματι το διανοούμενο με την κυρίαρχη ιδεολογία και νοοτροπία για λόγους αλληλεγγύης και πίστης προς τα εθνικά ιδανικά και τις ρίζες ή αν ο διανοούμενος πρέπει να διαχωρίσει τη θέση του και να δώσει νόημα στη φωνή του ; Ο Said υποστηρίζει ένα διανοούμενο που παίρνει το μέρος των αδυνάτων και χρησιμοποιεί την εθνική γλώσσα ως κάτι το «ζωντανό», που κάποιος το «ιδιοποιείται» όσον αφορά τη χρήση του. Από την άλλη πλευρά το ζήτημα της κοινοτικής ή εθνικής ταυτότητας θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένα δημιουργημένο, κατασκευασμένο και επινοημένο στοιχείο και όχι ως μια φυσική ή θεόπεμπτη οντότητα. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια με το τέλος της αποικιοκρατίας και την ανεξαρτητοποίηση των χωρών του 3ου κόσμου από τη μια πλευρά και την πιεστική δημογραφική πραγματικότητα από τη μετανάστευση στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, γεγονός που τις επαναπροσδιορίζει σε πολυπολιτισμικά κοινωνικά μορφώματα από την άλλη έχουν οδηγήσει σε μια επαναξιολόγηση και αμφισβήτηση της ιδέας μιας σταθερής και παγιωμένης εθνικής ταυτότητας. Ο Said καταλήγει σε ένα διανοούμενο, ο οποίος δεν στομώνει το κριτικό του πνεύμα για να διατηρηθεί η συνοχή της εθνικής κοινότητας στην οποία ανήκει . Επομένως καθήκον του είναι  να διευρύνει σε οικουμενικό επίπεδο την αναπαράσταση των δεινών και των προβλημάτων μιας φυλής ή κοινότητας αλλά και να καταδεικνύει και να αποκαλύπτει την ίδια του την κοινότητα, όταν αυτή γίνεται αυτουργός δεινών και καταπίεσης και όχι να τη δικαιώνει και να τη νομιμοποιεί .     
Η κατάσταση της εξορίας διατρέχει την ανθρώπινη ιστορία και αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητήματα του 20ου αιώνα, ως συνέπεια των μεγάλων περιπετειών – Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Οκτωβριανή Επανάσταση, Ανεξαρτητοποίηση των αποικιών, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Πτώση των Σοσιαλιστικών καθεστώτων – που έλαβαν χώρα σε αυτό τον αιώνα . Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κοινότητες με ιστορία αιώνων ξεριζώθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, αναζητώντας μια καινούργια ζωή σε ξένους και πολλές φορές αφιλόξενους τόπους. Κατά το Said ο εξόριστος βιώνει ως υποκείμενο ένα τραγικό διχασμό, με το να μην ενσωματώνεται πλήρως στο νέο πλαίσιο ζωής αλλά και να μην απελευθερώνεται εντελώς και από το παλιό, δηλ. να βρίσκεται διαρκώς σε μία κατάσταση ημι-δέσμευσης και ημι-αποδέσμευσης . Βέβαια με τον καιρό η επιβίωση  γίνεται ο βασικός προσανατολισμός του, πάντα όμως νιώθει μια υπαρξιακού τύπου αγωνία ότι η συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται είναι προσωρινή και ότι ο κίνδυνος να ξεχάσει την πραγματική του πατρίδα ελλοχεύει. Η κατάσταση της εξορίας επηρεάζει πολύ συγκεκριμένα την φυσιογνωμία και τη θέση του διανοούμενου μέσα στην πραγματικότητα, ο Said μάλιστα υποστηρίζει ότι η εξορία μπορεί να εκληφθεί όχι μόνο ως μια πραγματολογική κατάσταση που καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους αλλά και ως μια μεταφορική κατάσταση που προϋποθέτει έτσι και αλλιώς τη στάση του διανοούμενου. Προεκτείνοντας  την παραπάνω θέση κάνει διάκριση μεταξύ «Ημεδαπών» διανοούμενων, οι οποίοι είναι πλήρως προσαρμοσμένοι μέσα στην κοινωνία που βρίσκονται, υιοθετούν ως θέση τους την κυρίαρχη ιδεολογία, απολαμβάνουν προνόμια και διακρίσεις ως αναπόσπαστο κομμάτι των ελίτ της εξουσίας , ενώ από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι «Ξένοι» διανοούμενοι, που είναι  εξόριστοι από προνόμια, τιμές και κέντρα εξουσίας, ασκούν κριτική στην κυρίαρχη ιδεολογία και σε κάθε εξουσία, αποφεύγουν και αποστρέφονται κάθε μορφή προσαρμογής τους σε ένα πλαίσιο ευημερίας . Ο διανοούμενος κατά το Said βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση μεταφυσικής εξορίας, έτσι ώστε να είναι σε εγρήγορση και ανησυχία, να κινητοποιεί αποσταθεροποιητικά τον εαυτό του αλλά και τους υπόλοιπους, χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων διανοουμένων είναι ο μυθιστορηματικός Bazarov από το Πατέρες και Γιοι του Turgenev από τη μια πλευρά και ο Adorno  μέσα από το πιο προσωπικό και υπαρξιακό του έργο το Minima Moralia.  Παρόλο που και οι δύο παραπάνω περιπτώσεις διανοουμένων βιώνουν βαθύτατα υπαρξιακά και εν τέλει απορριπτικά την πραγματική και μεταφυσική τους εξορία, ο Said θεωρεί ότι η εξορία μπορεί να έχει και θετικές εκφάνσεις για το πώς προσεγγίζει ο διανοούμενος την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα ο διανοούμενος βιώνει μέσα από αυτή την κατάσταση την αβεβαιότητα, το απρόβλεπτο, την ενδεχομενικότητα και την τυχαιότητα, παράγοντες που μαθαίνει να αντιμετωπίζει και να λειτουργεί με αυτούς αλλά και να προτάσσει μέσα από αυτούς το διαρκές αίτημά του για ελευθερία και  γνώση .  Επίσης του δίνει η εξορία τη δυνατότητα προσέγγισης των πραγμάτων μέσα από μια διπλή προοπτική , όχι μόνο σε σχέση με το τι έχει αφήσει πίσω του αλλά και σε σχέση με το τι υπάρχει εδώ και τώρα . Αυτό μεταφράζεται πιο συγκεκριμένα στη δυνατότητα να αντιμετωπίζει τα πράγματα στις αλληλεπιδράσεις τους από πολιτισμό σε πολιτισμό και από χώρα σε χώρα . Έτσι μπορεί να διακρίνει τα γεγονότα από τις αιτίες τους και παράλληλα να τα τοποθετεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ιστορικότητας τους απορρίπτοντας ταυτόχρονα  θεόπεμπτες εξουσίες και αυθεντίες ως φυσικές αρχές κάθε κοινωνίας (Vico). Επίσης η εξορία ως νέος τόπος για το διανοούμενο σηματοδοτεί την ευκαιρία μιας καινούργιας ζωής , αντισυμβατικής και ελεύθερης . Η εξορία δίνει στο διανοούμενο τη δυνατότητα της αποστασιοποίησης από την εξουσία και της κίνησης του στο περιθώριο απαλλαγμένος από την κανονιστικότητα και το φορμαλισμό της «φυσιολογικότητας» , έτσι ώστε να μπορέσει να ξεδιπλώσει τη φαντασία, την κριτική ικανότητα του και το δημιουργικό του πνεύμα . Ο «Εξόριστος» διανοούμενος φέρει την αλλαγή και το σκεπτικισμό .
Αφορμή για την προσέγγιση της σχέσης των διανοουμένων με τους θεσμούς της κοινωνίας αποτελεί για το Said μια ιστορική καταγραφή της συγκεκριμένης σχέσης από το R. Debray , όπως αυτή έλαβε χώρα στη Γαλλία. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει πως από τα τέλη του 19ου αιώνα ως και τη δεκαετία του ’20 η Γαλλική διανόηση είναι στενά και σχεδόν αποκλειστικά συνδεμένη με το πανεπιστήμιο της Σορβόννης . Μετά το ’30 ο άξονας μετατίθεται από το πανεπιστήμιο στους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι αποτελούν το φιλόξενο χώρο άρθρωσης των ριζοσπαστικών ιδεών της Γαλλικής σκέψης της δεκαετίας του ΄60 . Τέλος μετά το ’68 ο νέος πόλος έλξης για τους διανοούμενους υπήρξαν τα Μ.Μ.Ε. όπου η κατάσταση διαφοροποιείται τελείως σε σχέση με τις προγενέστερες , μόνο και μόνο εξαιτίας των μεγάλων μεγεθών, με άλλα λόγια εκτίθενται συνεχώς και κατασπαράζονται ή αποθεώνονται από ένα κανιβαλιστικό τηλεοπτικό κοινό. Ο Ντεμπρέ περιγράφει την ειδική Γαλλική περίπτωση, που δεν ισχύει γενικά , παρόλα αυτά το κεντρικό ζήτημα που εγείρεται σε αυτό το σημείο είναι η ευθυγράμμιση ομάδων – ατόμων και θεσμών  και η προσπόριση από αυτούς ισχύος και κύρους. Ακολουθώντας τα παραπάνω εύλογα έρχονται να επανατεθούν ερωτήματα που άπτονται τη δυνατότητα ανεξαρτησίας και αυτονομίας του διανοούμενου όταν αυτός μπορεί να έχει κάποιου είδους σχέσεις με το πανεπιστήμιο(κράτος – εργοδότη), με τα πολιτικά κόμματα κλπ. όντας μέλος μιας κοινωνίας και επομένως υποκείμενος στο βασίλειο της επιβίωσης και της ανάγκης . Ο Said έρχεται να διευκρινίσει το ζήτημα της ανεξαρτησίας του διανοούμενου, υποστηρίζοντας έναν τύπο διανοούμενου που είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος από πιέσεις να εκφέρει το διαφοροποιημένο και κριτικό λόγο του και την ίδια στιγμή μέσα από αυτό το λόγο του να αναπαριστά την κοινωνία στην οποία απευθύνεται και εκτίθεται , να συμμετέχει και να προτείνει σε πρακτικό επίπεδο . Επομένως ο διανοούμενος  δεν μπορεί να είναι σε μια πολωμένη κατάσταση , είτε ως  περιθωριακός, που ζει και λειτουργεί στις παρυφές της κοινωνίας αποκομμένα και απομονωμένα για να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του , είτε ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας , που βιώνει την πραγματικότητα υποταγμένος στον κομφορμισμό και στη συμβατικότητα . Το κοινό σημείο και για τους δύο αυτούς τύπους διανοουμένων είναι ο λόγος τους να καταλήξει να γίνει  ένα άδειο σημαίνον, μια επαναλαμβανόμενη φόρμα, μια θορυβώδης σιωπή. Ένας γνωστός Αμερικάνος διανοούμενος ο Jacoby περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί  στην Αμερικανική διανόηση  τα τελευταία χρόνια με εξαιρετικά αφοριστικό και μελαγχολικό τρόπο . Καταρχήν ο Jacoby υποστηρίζει έναν «εξωσυστημικό» διανοούμενο, που είναι απαλλαγμένος από κάθε τύπου εξαρτήσεις σε σχέση με την εξουσία και την κυρίαρχη ιδεολογία, δηλ. εκτός των ακαδημαϊκών κύκλων, εκτός του πανεπιστημίου, εκτός των ελεγχόμενων πλαισίων μιας επαγγελματικής καριέρας και έτσι  είναι ελεύθερος να προτάσσει το διαφοροποιημένο και κριτικό λόγο του που τον οδηγεί σε σύγκρουση με κάθε έκφανση συντηρητισμού και ανελευθερίας . Όμως αυτό που διαπιστώνει είναι μια στροφή των Αμερικανών διανοουμένων σε έναν ολοκληρωτικό κομφορμισμό, ο οποίος εκφράζεται συγκεκριμένα με την εναγώνια προσπάθειά τους να γίνουν μέλη της επίσημης ακαδημαϊκής κοινότητας, ως καθηγητές πανεπιστημίου υιοθετώντας ταυτόχρονα έναν «ειδικό», κλειστό, ιδιωτικό λόγο που τους διαχωρίζει από τους υπόλοιπους μη μυημένους. Ο Said στέκεται κριτικά απέναντι στην πλήρη απαξίωση τόσο των διανοουμένων όσο και του πανεπιστημίου που προτάσσει ο Jacoby, πιο συγκεκριμένα μάλιστα υποστηρίζει όσον αφορά το πανεπιστήμιο ότι ο 20ος αιώνας ανέδειξε πανεπιστημιακούς δασκάλους που την ίδια στιγμή ήταν ζωντανά πνεύματα της εποχής τους και σημαντικοί διανοούμενοι και που το έργο τους γεννήθηκε μέσα στο πανεπιστήμιο αλλά πολύ σύντομα το ξεπέρασε (Hobsbawm). Κατά το Said o πιο σημαντικός κίνδυνος, που απειλεί το διανοούμενο είναι αυτός του επαγγελματισμού, με άλλα λόγια όταν ο διανοούμενος «επαγγελματικοποιεί» τις θέσεις και το λόγο του, όταν βάζει νόρμες στη σκέψη του προκειμένου να αποφύγει τις τριβές και τις συγκρούσεις για να γίνει αρεστός από όλο και περισσότερους άρα και περισσότερο «εμπορεύσιμος» , αυτός είναι ένας διανοούμενος αποστειρωμένος και εργαλειακός .  Ασφαλώς ο κίνδυνος αυτός προκύπτει μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της σχέσης του διανοούμενου με την κοινωνία, ο Sartre θεωρεί το διανοούμενο αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, με την οποία βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση αμφισημίας . Πιο συγκεκριμένα η κοινωνία ενώ αποτελεί το ζωντανό χώρο από τον οποίο εφορμά το δημιουργικό πνεύμα του διανοούμενου, την ίδια στιγμή αυτή του ασκεί μια σειρά πιέσεων προκειμένου να τον αποπροσανατολίσει και να το φιμώσει. Ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης κατά το Said είναι η υιοθέτηση από το διανοούμενο μιας στάσης «ερασιτεχνισμού» , «δηλ. την επιθυμία δράσης όχι με γνώμονα το κέρδος ή την ανταμοιβή , αλλά την αγάπη και το ασίγαστο ενδιαφέρον για ένα συνολικό όραμα …..την απαλλαγή από τα δεσμά της ειδικότητας και την πίστη σε ιδέες και αξίες που συμβάλλουν στην απελευθέρωση από τους περιορισμούς του επαγγέλματος».  Οι πιέσεις που δέχεται ο διανοούμενος είναι πολλών τύπων , μια από αυτές είναι η εξειδίκευση, η συνεχής δηλ. εμβάθυνση του διανοούμένου σε ένα εξαιρετικά στενό γνωσιακό αντικείμενο. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου αντικειμένου ο μελετητής του αναδεικνύεται σε αυθεντία όμως από εκεί και πέρα δεν έχει το «δικαίωμα» να εκφέρει δημόσια ένα λόγο που να διαφοροποιείται σε σχέση με το χώρο της ειδικότητας του. Ένας άλλος κίνδυνος για τον «επαγγελματία» διανοούμενο είναι η σταδιακή μετατροπή του σε υπάλληλο της εξουσίας , πολιτικής (κράτος – κυβέρνησης) ή οικονομικής (επιχειρήσεων), με βασικό δέλεαρ μεγάλα οφέλη οικονομικά, κύρους, ισχύος κλπ. Παρόλα αυτά ο Said δεν τοποθετεί στο ευρύτερο πλαίσιο των πιέσεων για το δυτικό διανοούμενο το πανεπιστήμιο, υποστηρίζοντας πως αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα ζωντανό και αυτόνομο χώρο αμφισβήτησης και παραγωγής κριτικής σκέψης, άλλωστε ένα τέτοιου τύπου πανεπιστήμιο πρέπει να είναι το διαρκές αίτημα – στοίχημα κάθε διανοουμένου. Επομένως το πρόταγμα του ελεύθερου διανοούμενου συμπυκνώνεται για το Said σε μια θεώρηση της πραγματικότητας μέσα από το πρίσμα του ερασιτεχνισμού .
Στη συνέχεια ο Said γίνεται πιο προσωπικός, προσπαθεί να δείξει τη συνέχεια λόγου και πρακτικής του διανοούμενου μέσα από την αφήγηση των δικών του επιλογών. Επαναπροϋποθέτει ως βασική αρχή του διανοούμενου τον ερασιτεχνισμό, ο οποίος τον απαλλάσσει από σχέσεις εξάρτησης με κέντρα εξουσίας και πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα . Ο ερασιτέχνης διανοούμενος δεν είναι υπάλληλος κανενός, είναι ανεξάρτητος να εκφέρει όπως και όποτε θέλει αυτά που θέλει και ο Said υποστηρίζει πως ανέκαθεν προσπαθούσε να λειτουργεί σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ως ερασιτέχνης . Ένα άλλο στοιχείο που τονίζει είναι η υπεράσπιση συγκεκριμένων αρχών και αξιών στο επίπεδο της πολιτικής, τασσόμενος πάντα με το μέρος των εξεγερμένων και αδυνάτων . Τελικά όμως ο Said αναρωτιέται ποιοι είναι οι λόγοι που κινητοποιούν ένα διανοούμενο να εκτεθεί δημόσια ; οι αλήθειες και οι αξίες του εκπορεύονται από τη φυλή του, την παράδοση του, τη γλώσσα του ή είναι πιο οικουμενικές και πανανθρώπινες ; Με άλλα λόγια ο Said διερωτάται αν ο διανοούμενος μπορεί να πει την αλήθεια, ποια είναι αυτή η αλήθεια, σε ποιόν απευθύνεται η αλήθεια αυτή και που ; Στα παραπάνω ερωτήματα θεωρεί πως δεν υπάρχει μια συστηματικά και προγραμματικά προσδιορισμένη απάντηση , απλά ο διανοούμενος πρέπει πάντα να υποστηρίζει την απόλυτη ελευθερία της γνώμης και της έκφρασης ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου και γενικότερου πλαισίου μέσα στο οποίο βρίσκεται . Ο διανοούμενος βρίσκεται πάντα αντιμέτωπος με κάθε μορφή εξουσίας, η οποία διεκδικεί για τον εαυτό της το αλάθητο της αυθεντίας και της αντικειμενικότητας . Η αμφισβήτηση και η κριτική κάθε αυθεντίας υπήρξε κεντρικό αίτημα του προγράμματος του διαφωτισμού και αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο ως διαρκές διακύβευμα της όψιμης νεωτερικότητας (Foucault). Παρόλα αυτά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις διανοουμένων που ενώ υπεραμύνονται ενός προγράμματος οικουμενικών αρχών και αξιών όταν τίθενται υπό διαπραγμάτευση το έθνος, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία τους αποσαθρώνουν και απαξιώνουν  κάθε οικουμενικότητα και εγείρουν ένα λόγο αποκλεισμού του «άλλου» (Alexis de Tocqueville, J.S. Mill). Επομένως ο διανοούμενος πρέπει να υπερβεί τα στεγανά και τις διαχωριστικές και να υπερασπίσει τις αρχές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης όχι θεωρητικά αλλά σε ένα επίπεδο καθημερινού πρακτικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα αυτό μεταφράζεται με τη διαρκή υποστήριξη από την πλευρά του διανοούμενου των αρχών του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών που διασφαλίζουν τα δικαιώματα όλων των αδύνατων ομάδων καθώς και το συνεχή έλεγχο της κάθε εξουσίας. Η ανεξαρτησία και η ελευθερία του διανοούμενου βρίσκουν την ουσιαστική πραγμάτωση τους μέσα από τη κριτική, τον έλεγχο και την κατάδειξη των παραβιάσεων και των αυθαιρεσιών της κάθε μορφής κυριαρχίας . Καθήκον του διανοούμενου είναι η ανάδειξη της αλήθειας και η δημόσια υπεράσπιση της απέναντι στην εξουσία.        
Ο Said κλείνει το συγκεκριμένο κύκλο διαλέξεων κάνοντας ένα σύντομο και μη συστηματικό απολογισμό της στάσης και του λόγου του στα πλαίσια του δημόσιου πρακτικού γίγνεσθαι . Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στην ενεργό συμμετοχή του στον εθνικοαπελευθερωτικό  αγώνα των Παλαιστινίων, ως ανεξάρτητο μέλος του Εθνικού Παλαιστινιακού Συμβουλίου εν εξορία, ταυτόχρονα όμως τονίζει τη συνεχή διεκδίκηση της αυτονομίας του και την άρνηση του να στρατευθεί σε μια παράταξη ή να αφοσιωθεί σε ένα σκοπό ολοκληρωτικά προκειμένου να αποφύγει τη θρησκευτική διάσταση που διακρίνει  τον ενθουσιασμό του προσηλυτισμένου ή του οπαδού. Όταν ο διανοούμενος βγαίνει έξω από την αίθουσα διδασκαλίας ή το επιστημονικό εργαστήρι για να εισέλθει στο δημόσιο πρακτικό χώρο αντιλαμβάνεται τη δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής . Το  σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο και αμφίσημο για το πώς θα πράξει από εκεί και πέρα ο διανοούμενος, δηλ. ή θα πράξει χειραγωγούμενα ή θα ακολουθήσει ένα δύσβατο δρόμο ρήξης και σύγκρουσης που προϋποθέτει όμως την ανεξαρτησία του. Η χειραγώγηση ενός διανοούμενου μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, δηλ. να στρατευθεί στο πλαίσιο μιας ιδεολογίας φανατικά και μονοδιάστατα , δεικνύοντας μια τυφλή θρησκευτικού τύπου πίστη και ανάγοντας έτσι την συγκεκριμένη ιδεολογία σε πολιτική θεότητα. Μια άλλη σχέση εξάρτησης είναι αυτή που αναφέρθηκε και παραπάνω, όπου ο διανοούμενος είναι επαγγελματίας και θέτει το λόγο και τη σκέψη στην υπηρεσία κάθε εξουσίας – πολιτικής, οικονομικής κλπ. – προκειμένου να εξασφαλίσει διαφόρων ειδών ανταλλάγματα (χρήματα, κύρος, ισχύ, καριέρα κλπ.) , με άλλα λόγια μεταβάλλεται σε έναν ευνουχισμένο υπάλληλο της οποιασδήποτε εξουσίας , από την οποία πατρονάρεται και καθοδηγείται. Αντίθετα ο διανοούμενος που πρεσβεύει ο Said οφείλει «να παραμείνει συνεπής προς τις πεποιθήσεις του και να διατηρήσει, συγχρόνως, την ελευθερία εκείνη που θα του επιτρέψει να καλλιεργήσει ή να αλλάξει την άποψη του, να ανακαλύψει καινούργια πράγματα ή να αναθεωρήσει τη γνώμη του για όλα όσα είχε κάποτε παραβλέψει. Το δυσκολότερο, όμως , πράγμα για το διανοούμενο είναι να προσπαθήσει να παρουσιάσει όλα όσα πρεσβεύει μέσα από το έργο και τις παρεμβάσεις του, χωρίς να χρειαστεί να τα τυποποιήσει μέσα σε κάποιο θεσμικό πλαίσιο ή να τα υποβάλλει στη συστηματοποίηση μιας οιασδήποτε μεθόδου».       
Μετά το πέρας της ανάγνωσης των διαλέξεων μπορούν να εγερθούν σκόρπια ερωτήματα σχετικά με τις προβληματικές που θέτει ο Said. Πιο συγκεκριμένα η κεντρική διάκριση που βάζει ο Said μεταξύ ερασιτεχνισμού – επαγγελματισμού για το πλαίσιο δράσης και αυτονομίας του διανοούμένου μπορεί να αντέξει ως θεμελιοκρατικό επιχείρημα διάκρισης ;  με άλλα λόγια μπορούν να ορισθούν αυστηρά τα όρια μεταξύ του επαγγέλματος και του ρόλου του ως διανοούμενου – ρόλος που χαρακτηρίζεται από ερασιτεχνισμό – ενός υποκειμένου ; που αρχίζει το ένα και που τελειώνει το άλλο; Ένα άλλο σημείο που είναι υπό διαπραγμάτευση , έχει να κάνει με το θεσμό του πανεπιστημίου , ο Said βλέπει σε αυτό τη μια του πλευρά, δηλ. ως χώρος αυτονομίας και ελεύθερης παραγωγής και διακίνησης νέων και ριζοσπαστικών ιδεών και έτσι εν μέρει παρακάμπτει το πανεπιστήμιο , ως μέρος των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και της κυρίαρχης εξουσίας ,   που σαν βασικό του σκοπό έχει την ανανέωση και διαιώνιση της κυρίαρχής ιδεολογίας . Επίσης ο Said θεωρώ πως πέφτει σε κάποιες απλουστευτικές διακρίσεις και γενικεύσεις όταν προτείνει ένα διανοούμενο που παίρνει το μέρος των αδυνάτων και των ανίσχυρων , αυτό ίσως κρύβει μια πολύ «καθαρή» θεώρηση των συγκρούσεων και αντιθέσεων που συμπυκνώνεται σε de facto δίπολα (καλοί – κακοί , ισχυροί –ανίσχυροι , καταπιεστές – καταπιεσμένοι ) , τα οποία δεν ανταποκρίνονται στη συνθετότητα και τις αντιφάσεις που παρουσιάζουν τα πλέγματα σχέσεων της πραγματικότητας. Κλείνοντας πιστεύω ότι o Said πέφτει σε κάποιες αντιφάσεις και ανακολουθίες σε σχέση με τη θέση του για το διανοούμενο και το ζήτημα της στράτευσης, ενώ φαίνεται να κρατά μια κριτική στάση απέναντι σε έναν τέτοιο τύπο διανοούμενου σε κάποια άλλα σημεία υπεραμύνεται των προσωπικών του επιλογών, όσον αφορά τη συμμετοχή του στο εθνικιστικό Παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα . Βέβαια ανεξάρτητα από τα παραπάνω ερωτήματα από την αρχή είναι δεδομένο ότι το εγχείρημα του Said δεν έχει στόχο τη συγκρότηση ενός συστηματικού και αυστηρά καθορισμένου επιχειρήματος σε σχέση με τη θέση των διανοουμένων μέσα στην κοινωνία και τα πλέγματα σχέσεων στα οποία εμπλέκονται . Η αίσθηση μάλιστα που ανακύπτει μετά το τέλος των διαλέξεων είναι ότι η στοχοθεώρηση του Said περισσότερο προσανατολίζεται στον καθορισμό νύξεων , οι οποίες με τη σειρά τους θα εγείρουν νέα ερωτήματα σε σχέση με το υπό διαπραγμάτευση ζητούμενο.

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ:ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ – ΤΟ  ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
 ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ  : ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΙΜΟΥΡΤΖΗΣ