Του συναδέλφου Δημήτρη Γραμματικάκη
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ –
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ «ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ
ΕΞΟΥΣΙΑ» ΤΟΥ E.W. SAID
Ο Said αναλαμβάνει μέσα από τη σειρά των συγκεκριμένων διαλέξεων
να επανανοηματοδοτήσει και να επαναφέρει στο προσκήνιο ενός δημόσιου διαλόγου(discourse) ερωτήματα και όρους που τα τελευταία χρόνια η αναφορά
τους παραπέμπει σε κενά σημαίνοντα . Το
εγχείρημά του δεν διακρίνεται από μια αυστηρή κανονιστικότητα, άλλωστε σκοπός
του δεν είναι τόσο η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου επιχειρήματος, όσο η
ανάδειξη του ζητούμενου «διανοούμενοι και θέση τους μέσα στην πραγματικότητα»
μέσα από τις πολλές και διαφοροποιημένες εκφάνσεις του.
Το σύνολο των
διαλέξεων προσδιορίζεται από το μόνιμο διάλογο του συγγραφέα με μια σειρά
στοχαστών αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του στην προσπάθεια του να καταδείξει τα
πολλαπλά σημαινόμενα του διανοούμενου
καθώς και τις προβληματικές που τα ακολουθούν . Ο Said συστηματοποιεί αυτό το διάλογο με μια σειρά
αναφορικών σημείων, που τον διευκολύνουν μεθοδολογικά . Πρώτον το ιστορικό
πλαίσιο που τον ενδιαφέρει και μέσα σε αυτό κινείται είναι η νεωτερικότητα , συγκεκριμένα 19ος
– 20 ος αιώνας, η εποχή των άκρων και των μεγάλων αλλαγών . Δεύτερον
χρησιμοποιεί κάποιους άξονες προκειμένου
να καθορίσει με σαφήνεια το διακύβευμα
«διανοούμενοι» μέσα από την αναπόδραστη αλληλεξάρτηση του με τους
πρώτους . Οι άξονες αυτοί – ταυτότητα, έθνος, εξουσία, κοινωνία - διευκολύνουν
το Said «εργαλειακά» να προχωρήσει σε μια δομιστικού τύπου
προσέγγιση των διανοουμένων.
Πιο συγκεκριμένα ο
Said αναζητά να οριοθετήσει τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του
διανοούμενου μέσα από την παράθεση αρκετών σχετικών τυπολογιών. Ξεκινά με τον Gramsci, o
οποίος βλέπει το διανοούμενο μέσα σε κάθε ανθρώπινο υποκείμενο με τη διαφορά
ότι δεν λειτουργούν όλοι ως διανοούμενοι μέσα στην κοινωνία . Ο Gramsci
διακρίνει τους διανοούμενους σε δύο κατηγορίες : α) Οι Παραδοσιακοί,
δηλ. οι δάσκαλοι, οι ιερείς, οι Διοικητικοί Υπάλληλοι και β) Οι Οργανικοί, δηλ.
αυτοί που συνδέονται άμεσα με τις τάξεις, τα στρώματα, τις επιχειρήσεις και ουσιαστικά
αποτελούν το όχημα - φωνή μέσω του
οποίου οι τελευταίες θα οργανώσουν τα συμφέροντα τους, θα κερδίσουν περισσότερη
δύναμη και θα αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο τόσο στο πλαίσιο τους όσο και στην
ευρύτερη κοινωνία . Με άλλα λόγια ο
διανοούμενος του Gramsci κατέχει κεντρική
θέση στο πλαίσιο λειτουργίας των νεωτερικών κοινωνιών . Αντίθετα ο Ζυλιέν
Μπεντά ορίζει τους διανοούμενους ως μια μικρή και επίλεκτη ομάδα χαρισματικών
και προικισμένων φιλόσοφων – βασιλιάδων, μια άλλη εκδοχή της Πλατωνικής θεώρησης,
οι οποίοι είναι αποστασιοποιημένοι από τον πρακτικό και εργαλειοποιημένο κόσμο
της καθημερινότητας ταυτόχρονα όμως ο στοχασμός τους διαυγάζει και αρθρώνει τη
συνείδηση του ανθρώπινου γένους . Ο διανοούμενος του Μπεντά παρουσιάζει
αντιφάσεις γιατί ενώ είναι αποστασιοποιημένος και απομονωμένος από το δημόσιο
χώρο την ίδια στιγμή οφείλει να βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς αντίθεσης
με το status quo,
να κάνει έντονη κριτική στην εξουσία και στους φορείς της και να υπερασπίζεται
τους αδυνάτους . Ο Said θεωρεί τον τύπο διανοούμενου του Gramsci πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από
τον τύπο που περιγράφει ο Μπεντά . Ένας άλλος στοχαστής ο Αμερικανός
κοινωνιολόγος Gouldner μιλά για μια νέα
τάξη διανοουμένων, οι οποίοι δεν απευθύνονται στο ευρύ κοινό, η σκέψη και ο
λόγος τους είναι αυστηρά προσδιορισμένοι από το επάγγελμά τους και απευθύνεται
στενά στα πλαίσια του επαγγελματικού υποσυστήματος στο οποίο και λειτουργούν,
πρόκειται για την “Κουλτούρα του Κριτικού Λόγου” όπως χαρακτηριστικά ονομάζει
τα μέλη αυτής της νέας τάξης διανοουμένων. Έναν αντίστοιχο τύπο διανοούμενου
έχει στο μυαλό του ο Foucault όταν μιλά για την αντικατάσταση του “Οικουμενικού”
διανοούμενου τύπου Sartre από τον “Ειδικό” τύπου Oppenheim. Σε αυτό το σημείο ο Said καταθέτει τη θέση του για τον αμφίσημο ρόλο του
διανοούμενου μέσα στην πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει πως ο
διανοούμενος σχοινοβατεί μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, με άλλα λόγια δεν
μπορεί να υπάρξει ως «ιδιωτεύων» αφού από τη στιγμή που εκτίθεται μέσω του λόγου
και της γραφής του έχει εισέλθει στο δημόσιο χώρο ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να
υπάρξει και ως «δημόσιος» μόνο - φερέφωνο και σύμβολο ενός αγώνα, μιας τάξης,
ενός κινήματος – αφού πάντα προϋποτίθεται η αυτονομία της ύπαρξης και της θέσης
του. Φυσικά ο «δημόσιος» ρόλος του διανοουμένου μέσα στην κοινωνία δεν μπορεί
να υποβιβάζεται στη θέση ενός απρόσωπου επαγγελματία, ενός επιτήδειου ειδικού,
αντίθετα οφείλει να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα, να αντιπαρατίθεται στην
ορθοδοξία και το δογματισμό, να αντιστέκεται στη στρατολόγηση του από τις
διάφορες κυβερνήσεις ή μεγάλες επιχειρήσεις και να προτάσσει την εκπροσώπηση
ανθρώπων και θεμάτων που κατά κανόνα παρακάμπτονται και αντιμετωπίζονται σαν να
μην υπάρχουν. Ο διανοούμενος κατά το Said διατρέχεται όσον
αφορά το δημόσιο λόγο του από ένα συγκεκριμένο αξιακό πρόγραμμα με οικουμενικό
χαρακτήρα, πρόκειται για την προάσπιση των αρχών της ελευθερίας και της
δικαιοσύνης για όλους τους ανθρώπους και την κατάδειξη της παραβίασης αυτών των
αρχών σε κάθε περίπτωση. Ένα άλλο κεντρικό χαρακτηριστικό του διανοούμενου
είναι η ικανότητα της αναπαράστασης και ανάδειξης μιας θέσης, ενός οράματος,
μιας φιλοσοφίας που την ίδια στιγμή απευθύνεται στο κοινό αλλά και εκπηγάζει
από αυτό. Χαρακτηριστικά επίσης καταγράφεται ο ρόλος και η θέση του
διανοούμενου μέσα στη νεωτερικότητα μέσα από κάποιες μυθιστορηματικές αφηγήσεις
του τέλους του 19ου και της αρχής του 20ου αιώνα - ο S. Dedalus από Το Πορτραίτο ενός Καλλιτέχνη σε Νεαρή Ηλικία του Joyce, ο Bazarov από το Πατέρες και Γιοι του Turgenev και ο F. Moreau από την Αισθηματική Αγωγή του Flaubert – πρόκειται για ακραίες και
μεγεθυσμένες φιγούρες που παρ’ όλα αυτά
αποτυπώνουν και αντανακλούν το ηθικό και πολιτικό πρόταγμα του διανοούμενου
έτσι όπως το καθορίζουν και οι πιο ύστερες προσεγγίσεις τύπου Said. Τον κύκλο αυτών των τυπολογιών για τα χαρακτηριστικά του
διανοούμενου που παραθέτει ο Said έρχεται να ολοκληρώσει
ο Αμερικανός κοινωνιολόγος C. Wright Mills, ο οποίος προτείνει έναν ανεξάρτητο διανοούμενο που
βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνηση έτσι ώστε να αποκαλύπτει και να εξουδετερώνει
τα σχετικά με το όραμα και τη διανόηση στερεότυπα με τα οποία μας κατακλύζουν
τα σύγχρονα συστήματα αναπαράστασης. Το αίτημα του διανοούμενου είναι η
προάσπιση της αλήθειας στο δημόσιο χώρο, άρα η προσπάθεια αντίστασης και
αμφισβήτησης προς τις εικόνες και τις «εκδοχές» των γεγονότων με τις οποίες
τροφοδοτεί η πολιτική εξουσία μέσω των Μ.Μ.Ε. την κοινή γνώμη και όχι μια
φαταλιστική διάθεση διαφυγής προς ένα βασίλειο αγνής τέχνης και σκέψης.
Επομένως ο τύπος του διανοούμενου που είναι συνεπής με τον εαυτό του και την
πραγματικότητα κατά το Said δεν είναι ούτε ο
ειρηνοποιός ούτε αυτός που επιθυμεί τη συναίνεση αλλά αυτός που προτάσσει το
κριτικό του πνεύμα στο χώρο του δημοσίου για να έρθει σε σύγκρουση με τις νόρμες
της εξουσίας, να καταρρίψει τα στερεότυπα, να υποστηρίξει τους ανίσχυρους, να
φέρει στο φως όλη και όχι τη «μισή» αλήθεια.
Στη συνέχεια ο Said θέτει ως άξονα στην προσέγγιση της προβληματικής του
διανοούμενου, το έθνος, τη γλώσσα, τις παραδόσεις. Πιο συγκεκριμένα πριν από 60
– 70 χρόνια ο Μπεντά μιλά για έναν οικουμενικό διανοούμενο, εννοώντας ασφαλώς
τον Ευρωπαίο και μόνο διανοούμενο. Από τότε ως σήμερα υπάρχει μεγάλη
διαφοροποίηση και αλλαγή του παγκόσμιου γεωπολιτικού χάρτη, πράγμα που σημαίνει
ότι η Ευρώπη και η Δύση δεν είναι ο μοναδικός πόλος του κόσμου. Ταυτόχρονα οι
αλλαγές αυτές αναδεικνύουν τη διαφορετικότητα σε σχέση με τα χαρακτηριστικά και
τις ιδιότητες που αναπτύσσουν οι διανοούμενοι ανά τόπο και συγκυρία . Παρ’ όλες
αυτές τις διαφορές ο Said υποστηρίζει πως
κάθε διανοούμενος καθορίζεται από κάποια γενικά χαρακτηριστικά, τα οποία
προσδιορίζονται κατά πρώτο λόγο από την εθνικότητα του, της οποίας έκφανση σε
επίπεδο ιδεολογίας είναι ο εθνικισμός, αλλά και από τη μητρική του γλώσσα, η
οποία τον εμπεριέχει και ταυτόχρονα είναι φορέας και όχημα της σκέψης του. Στο
σημείο αυτό ο Said εντοπίζει ένα βασικό πρόβλημα για κάθε
διανοούμενο, κάθε κοινωνία συγκροτείται μέσα από μια γλωσσική κοινότητα και
αντιστρόφως κάθε γλώσσα προσδιορίζεται από την εκάστοτε κοινωνία . Αυτό
σημαίνει πως στο πλαίσιο αυτής της γλωσσικής κοινότητας αναπαράγονται
συγκεκριμένες στάσεις, νοοτροπίες, παραδόσεις, στερεότυπα, σχέσεις και επομένως
διαιωνίζονται και ανανεώνονται συγκεκριμένα πλέγματα κυριαρχίας και εξουσίας.
Με άλλα λόγια η ίδια η γλώσσα γίνεται το context
της εξουσίας και των μηχανισμών της, γίνεται η γλώσσα του εφησυχασμού, της
συναίνεσης, της παραίτησης και επομένως της αναπαραγωγής του status quo,
αυτή είναι η «πολιτική» γλώσσα κατά τον Orwell
και η γλώσσα της δημοσιογραφίας κατά το Said
και τη γλώσσα αυτή καλείται να «ξεσκεπάσει» ο διανοούμενος . Αυτή την επίσημη
εθνική γλώσσα της κυριαρχίας κατά τον Arnold(1869) o διανοούμενος όχι μόνο δεν πρέπει να κρίνει αλλά θα πρέπει
να υποστηρίξει και να προασπίσει, γιατί είναι ο φορέας της εθνικής ταυτότητας
και κοινότητας, είναι ουσιαστικά ο
εαυτός του έθνους. Το έθνος πραγματώνεται με τον καλύτερο τρόπο μέσω του
κράτους και παράγει τα καλύτερα προϊόντα, τον εθνικό πνευματικό πολιτισμό και
την κουλτούρα, επομένως σε αυτό το πλαίσιο χρέος των διανοουμένων είναι να
αποτελέσουν τις ασφαλιστικές δικλείδες της κοινωνίας, για την υπαγωγή όλων των
μελών της σε μια εθνική κοινότητα. Από αυτό τον άκρατο εθνικισμό και το
κλείσιμο στο πλαίσιο της εθνικής κοινότητας δείχνει φαινομενικά να
απομακρύνεται ο Μπεντά(1920) υποστηρίζοντας πως οι διανοούμενοι είναι ανάγκη να
στραφούν σε οικουμενικές, πανανθρώπινες και συλλογικές αξίες, οι οποίες όμως
εκπορεύονται αποκλειστικά από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Επομένως η θέση του Said περί γενικών χαρακτηριστικών(εθνικότητα, γλώσσα, παγιωμένοι
τρόποι σκέψης κλπ) των διανοουμένων επιβεβαιώνεται καθώς και το γεγονός του
ανυπέρβλητου από τους τελευταίους αυτών
των χαρακτηριστικών, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος διαχείρισης
του ισλαμικού κόσμου – γενικευτικός, απλοποιητικός, υποτιμητικός – από τους
Αμερικάνους και Ευρωπαίους διανοούμενους. Ακολουθώντας τη συγκεκριμένη
συλλογιστική που ξετυλίγει ο Said βρισκόμαστε
μπροστά στο δίλημμα – ερώτημα, αν η εθνικότητα δεσμεύει πράγματι το διανοούμενο
με την κυρίαρχη ιδεολογία και νοοτροπία για λόγους αλληλεγγύης και πίστης προς
τα εθνικά ιδανικά και τις ρίζες ή αν ο διανοούμενος πρέπει να διαχωρίσει τη
θέση του και να δώσει νόημα στη φωνή του ; Ο Said
υποστηρίζει ένα διανοούμενο που παίρνει το μέρος των αδυνάτων και χρησιμοποιεί
την εθνική γλώσσα ως κάτι το «ζωντανό», που κάποιος το «ιδιοποιείται» όσον
αφορά τη χρήση του. Από την άλλη πλευρά το ζήτημα της κοινοτικής ή εθνικής
ταυτότητας θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένα δημιουργημένο, κατασκευασμένο και
επινοημένο στοιχείο και όχι ως μια φυσική ή θεόπεμπτη οντότητα. Άλλωστε τα
τελευταία χρόνια με το τέλος της αποικιοκρατίας και την ανεξαρτητοποίηση των
χωρών του 3ου κόσμου από τη μια πλευρά και την πιεστική δημογραφική
πραγματικότητα από τη μετανάστευση στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, γεγονός
που τις επαναπροσδιορίζει σε πολυπολιτισμικά κοινωνικά μορφώματα από την άλλη
έχουν οδηγήσει σε μια επαναξιολόγηση και αμφισβήτηση της ιδέας μιας σταθερής
και παγιωμένης εθνικής ταυτότητας. Ο Said καταλήγει σε ένα
διανοούμενο, ο οποίος δεν στομώνει το κριτικό του πνεύμα για να διατηρηθεί η
συνοχή της εθνικής κοινότητας στην οποία ανήκει . Επομένως καθήκον του
είναι να διευρύνει σε οικουμενικό
επίπεδο την αναπαράσταση των δεινών και των προβλημάτων μιας φυλής ή κοινότητας
αλλά και να καταδεικνύει και να αποκαλύπτει την ίδια του την κοινότητα, όταν
αυτή γίνεται αυτουργός δεινών και καταπίεσης και όχι να τη δικαιώνει και να τη
νομιμοποιεί .
Η κατάσταση της
εξορίας διατρέχει την ανθρώπινη ιστορία και αποτελεί ένα από τα κεντρικά
ζητήματα του 20ου αιώνα, ως συνέπεια των μεγάλων περιπετειών – Α΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος, Οκτωβριανή Επανάσταση, Ανεξαρτητοποίηση των αποικιών, Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος, Πτώση των Σοσιαλιστικών καθεστώτων – που έλαβαν χώρα σε αυτό τον αιώνα
. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κοινότητες με ιστορία αιώνων ξεριζώθηκαν και
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, αναζητώντας μια καινούργια ζωή
σε ξένους και πολλές φορές αφιλόξενους τόπους. Κατά το Said
ο εξόριστος βιώνει ως υποκείμενο ένα τραγικό διχασμό, με το να μην
ενσωματώνεται πλήρως στο νέο πλαίσιο ζωής αλλά και να μην απελευθερώνεται
εντελώς και από το παλιό, δηλ. να βρίσκεται διαρκώς σε μία κατάσταση
ημι-δέσμευσης και ημι-αποδέσμευσης . Βέβαια με τον καιρό η επιβίωση γίνεται ο βασικός προσανατολισμός του, πάντα
όμως νιώθει μια υπαρξιακού τύπου αγωνία ότι η συγκεκριμένη κατάσταση στην οποία
βρίσκεται είναι προσωρινή και ότι ο κίνδυνος να ξεχάσει την πραγματική του
πατρίδα ελλοχεύει. Η κατάσταση της εξορίας επηρεάζει πολύ συγκεκριμένα την φυσιογνωμία
και τη θέση του διανοούμενου μέσα στην πραγματικότητα, ο Said μάλιστα υποστηρίζει ότι η εξορία μπορεί να εκληφθεί όχι
μόνο ως μια πραγματολογική κατάσταση που καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους
αλλά και ως μια μεταφορική κατάσταση που προϋποθέτει έτσι και αλλιώς τη στάση
του διανοούμενου. Προεκτείνοντας την
παραπάνω θέση κάνει διάκριση μεταξύ «Ημεδαπών» διανοούμενων, οι οποίοι είναι
πλήρως προσαρμοσμένοι μέσα στην κοινωνία που βρίσκονται, υιοθετούν ως θέση τους
την κυρίαρχη ιδεολογία, απολαμβάνουν προνόμια και διακρίσεις ως αναπόσπαστο
κομμάτι των ελίτ της εξουσίας , ενώ από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι «Ξένοι»
διανοούμενοι, που είναι εξόριστοι από
προνόμια, τιμές και κέντρα εξουσίας, ασκούν κριτική στην κυρίαρχη ιδεολογία και
σε κάθε εξουσία, αποφεύγουν και αποστρέφονται κάθε μορφή προσαρμογής τους σε
ένα πλαίσιο ευημερίας . Ο διανοούμενος κατά το Said
βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση μεταφυσικής εξορίας, έτσι ώστε να είναι σε
εγρήγορση και ανησυχία, να κινητοποιεί αποσταθεροποιητικά τον εαυτό του αλλά
και τους υπόλοιπους, χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων διανοουμένων είναι ο
μυθιστορηματικός Bazarov
από το Πατέρες και Γιοι του Turgenev από τη μια πλευρά και ο Adorno μέσα από το πιο προσωπικό και υπαρξιακό του
έργο το Minima Moralia. Παρόλο που και οι δύο
παραπάνω περιπτώσεις διανοουμένων βιώνουν βαθύτατα υπαρξιακά και εν τέλει
απορριπτικά την πραγματική και μεταφυσική τους εξορία, ο Said θεωρεί ότι η εξορία μπορεί να έχει και θετικές εκφάνσεις
για το πώς προσεγγίζει ο διανοούμενος την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα ο
διανοούμενος βιώνει μέσα από αυτή την κατάσταση την αβεβαιότητα, το απρόβλεπτο,
την ενδεχομενικότητα και την τυχαιότητα, παράγοντες που μαθαίνει να
αντιμετωπίζει και να λειτουργεί με αυτούς αλλά και να προτάσσει μέσα από αυτούς
το διαρκές αίτημά του για ελευθερία και
γνώση . Επίσης του δίνει η εξορία
τη δυνατότητα προσέγγισης των πραγμάτων μέσα από μια διπλή προοπτική , όχι μόνο
σε σχέση με το τι έχει αφήσει πίσω του αλλά και σε σχέση με το τι υπάρχει εδώ
και τώρα . Αυτό μεταφράζεται πιο συγκεκριμένα στη δυνατότητα να αντιμετωπίζει
τα πράγματα στις αλληλεπιδράσεις τους από πολιτισμό σε πολιτισμό και από χώρα
σε χώρα . Έτσι μπορεί να διακρίνει τα γεγονότα από τις αιτίες τους και
παράλληλα να τα τοποθετεί στο ευρύτερο πλαίσιο της ιστορικότητας τους
απορρίπτοντας ταυτόχρονα θεόπεμπτες
εξουσίες και αυθεντίες ως φυσικές αρχές κάθε κοινωνίας (Vico). Επίσης η εξορία ως νέος τόπος για το διανοούμενο
σηματοδοτεί την ευκαιρία μιας καινούργιας ζωής , αντισυμβατικής και ελεύθερης .
Η εξορία δίνει στο διανοούμενο τη δυνατότητα της αποστασιοποίησης από την
εξουσία και της κίνησης του στο περιθώριο απαλλαγμένος από την κανονιστικότητα
και το φορμαλισμό της «φυσιολογικότητας» , έτσι ώστε να μπορέσει να ξεδιπλώσει
τη φαντασία, την κριτική ικανότητα του και το δημιουργικό του πνεύμα . Ο
«Εξόριστος» διανοούμενος φέρει την αλλαγή και το σκεπτικισμό .
Αφορμή για την
προσέγγιση της σχέσης των διανοουμένων με τους θεσμούς της κοινωνίας αποτελεί
για το Said μια ιστορική καταγραφή της συγκεκριμένης σχέσης από το R. Debray , όπως αυτή έλαβε
χώρα στη Γαλλία. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει πως από τα τέλη του 19ου
αιώνα ως και τη δεκαετία του ’20 η Γαλλική διανόηση είναι στενά και σχεδόν
αποκλειστικά συνδεμένη με το πανεπιστήμιο της Σορβόννης . Μετά το ’30 ο άξονας
μετατίθεται από το πανεπιστήμιο στους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι αποτελούν το
φιλόξενο χώρο άρθρωσης των ριζοσπαστικών ιδεών της Γαλλικής σκέψης της
δεκαετίας του ΄60 . Τέλος μετά το ’68 ο νέος πόλος έλξης για τους διανοούμενους
υπήρξαν τα Μ.Μ.Ε. όπου η κατάσταση διαφοροποιείται τελείως σε σχέση με τις
προγενέστερες , μόνο και μόνο εξαιτίας των μεγάλων μεγεθών, με άλλα λόγια
εκτίθενται συνεχώς και κατασπαράζονται ή αποθεώνονται από ένα κανιβαλιστικό
τηλεοπτικό κοινό. Ο Ντεμπρέ περιγράφει την ειδική Γαλλική περίπτωση, που δεν
ισχύει γενικά , παρόλα αυτά το κεντρικό ζήτημα που εγείρεται σε αυτό το σημείο
είναι η ευθυγράμμιση ομάδων – ατόμων και θεσμών
και η προσπόριση από αυτούς ισχύος και κύρους. Ακολουθώντας τα παραπάνω
εύλογα έρχονται να επανατεθούν ερωτήματα που άπτονται τη δυνατότητα
ανεξαρτησίας και αυτονομίας του διανοούμενου όταν αυτός μπορεί να έχει κάποιου
είδους σχέσεις με το πανεπιστήμιο(κράτος – εργοδότη), με τα πολιτικά κόμματα
κλπ. όντας μέλος μιας κοινωνίας και επομένως υποκείμενος στο βασίλειο της
επιβίωσης και της ανάγκης . Ο Said έρχεται να
διευκρινίσει το ζήτημα της ανεξαρτησίας του διανοούμενου, υποστηρίζοντας έναν
τύπο διανοούμενου που είναι ανεξάρτητος και ελεύθερος από πιέσεις να εκφέρει το
διαφοροποιημένο και κριτικό λόγο του και την ίδια στιγμή μέσα από αυτό το λόγο
του να αναπαριστά την κοινωνία στην οποία απευθύνεται και εκτίθεται , να
συμμετέχει και να προτείνει σε πρακτικό επίπεδο . Επομένως ο διανοούμενος δεν μπορεί να είναι σε μια πολωμένη κατάσταση
, είτε ως περιθωριακός, που ζει και
λειτουργεί στις παρυφές της κοινωνίας αποκομμένα και απομονωμένα για να
διαφυλάξει την ανεξαρτησία του , είτε ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας ,
που βιώνει την πραγματικότητα υποταγμένος στον κομφορμισμό και στη
συμβατικότητα . Το κοινό σημείο και για τους δύο αυτούς τύπους διανοουμένων
είναι ο λόγος τους να καταλήξει να γίνει
ένα άδειο σημαίνον, μια επαναλαμβανόμενη φόρμα, μια θορυβώδης σιωπή.
Ένας γνωστός Αμερικάνος διανοούμενος ο Jacoby
περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί
στην Αμερικανική διανόηση τα
τελευταία χρόνια με εξαιρετικά αφοριστικό και μελαγχολικό τρόπο . Καταρχήν ο Jacoby υποστηρίζει έναν «εξωσυστημικό» διανοούμενο, που είναι
απαλλαγμένος από κάθε τύπου εξαρτήσεις σε σχέση με την εξουσία και την κυρίαρχη
ιδεολογία, δηλ. εκτός των ακαδημαϊκών κύκλων, εκτός του πανεπιστημίου, εκτός
των ελεγχόμενων πλαισίων μιας επαγγελματικής καριέρας και έτσι είναι ελεύθερος να προτάσσει το
διαφοροποιημένο και κριτικό λόγο του που τον οδηγεί σε σύγκρουση με κάθε
έκφανση συντηρητισμού και ανελευθερίας . Όμως αυτό που διαπιστώνει είναι μια
στροφή των Αμερικανών διανοουμένων σε έναν ολοκληρωτικό κομφορμισμό, ο οποίος
εκφράζεται συγκεκριμένα με την εναγώνια προσπάθειά τους να γίνουν μέλη της
επίσημης ακαδημαϊκής κοινότητας, ως καθηγητές πανεπιστημίου υιοθετώντας
ταυτόχρονα έναν «ειδικό», κλειστό, ιδιωτικό λόγο που τους διαχωρίζει από τους
υπόλοιπους μη μυημένους. Ο Said στέκεται κριτικά
απέναντι στην πλήρη απαξίωση τόσο των διανοουμένων όσο και του πανεπιστημίου
που προτάσσει ο Jacoby, πιο συγκεκριμένα μάλιστα υποστηρίζει
όσον αφορά το πανεπιστήμιο ότι ο 20ος αιώνας ανέδειξε πανεπιστημιακούς
δασκάλους που την ίδια στιγμή ήταν ζωντανά πνεύματα της εποχής τους και
σημαντικοί διανοούμενοι και που το έργο τους γεννήθηκε μέσα στο πανεπιστήμιο αλλά
πολύ σύντομα το ξεπέρασε (Hobsbawm). Κατά το Said o
πιο σημαντικός κίνδυνος, που απειλεί το διανοούμενο είναι αυτός του
επαγγελματισμού, με άλλα λόγια όταν ο διανοούμενος «επαγγελματικοποιεί» τις
θέσεις και το λόγο του, όταν βάζει νόρμες στη σκέψη του προκειμένου να αποφύγει
τις τριβές και τις συγκρούσεις για να γίνει αρεστός από όλο και περισσότερους
άρα και περισσότερο «εμπορεύσιμος» , αυτός είναι ένας διανοούμενος
αποστειρωμένος και εργαλειακός . Ασφαλώς
ο κίνδυνος αυτός προκύπτει μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της σχέσης του
διανοούμενου με την κοινωνία, ο Sartre θεωρεί το διανοούμενο αναπόσπαστο
κομμάτι της κοινωνίας, με την οποία βρίσκεται συνεχώς σε μια κατάσταση
αμφισημίας . Πιο συγκεκριμένα η κοινωνία ενώ αποτελεί το ζωντανό χώρο από τον
οποίο εφορμά το δημιουργικό πνεύμα του διανοούμενου, την ίδια στιγμή αυτή του
ασκεί μια σειρά πιέσεων προκειμένου να τον αποπροσανατολίσει και να το φιμώσει.
Ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης κατά το Said είναι η
υιοθέτηση από το διανοούμενο μιας στάσης «ερασιτεχνισμού» , «δηλ. την επιθυμία
δράσης όχι με γνώμονα το κέρδος ή την ανταμοιβή , αλλά την αγάπη και το
ασίγαστο ενδιαφέρον για ένα συνολικό όραμα …..την απαλλαγή από τα δεσμά της
ειδικότητας και την πίστη σε ιδέες και αξίες που συμβάλλουν στην απελευθέρωση
από τους περιορισμούς του επαγγέλματος».
Οι πιέσεις που δέχεται ο διανοούμενος είναι πολλών τύπων , μια από αυτές
είναι η εξειδίκευση, η συνεχής δηλ. εμβάθυνση του διανοούμένου σε ένα
εξαιρετικά στενό γνωσιακό αντικείμενο. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου
αντικειμένου ο μελετητής του αναδεικνύεται σε αυθεντία όμως από εκεί και πέρα
δεν έχει το «δικαίωμα» να εκφέρει δημόσια ένα λόγο που να διαφοροποιείται σε
σχέση με το χώρο της ειδικότητας του. Ένας άλλος κίνδυνος για τον
«επαγγελματία» διανοούμενο είναι η σταδιακή μετατροπή του σε υπάλληλο της
εξουσίας , πολιτικής (κράτος – κυβέρνησης) ή οικονομικής (επιχειρήσεων), με
βασικό δέλεαρ μεγάλα οφέλη οικονομικά, κύρους, ισχύος κλπ. Παρόλα αυτά ο Said δεν τοποθετεί στο ευρύτερο πλαίσιο των πιέσεων για το
δυτικό διανοούμενο το πανεπιστήμιο, υποστηρίζοντας πως αυτό μπορεί να
αποτελέσει ένα ζωντανό και αυτόνομο χώρο αμφισβήτησης και παραγωγής κριτικής
σκέψης, άλλωστε ένα τέτοιου τύπου πανεπιστήμιο πρέπει να είναι το διαρκές
αίτημα – στοίχημα κάθε διανοουμένου. Επομένως το πρόταγμα του ελεύθερου
διανοούμενου συμπυκνώνεται για το Said σε μια θεώρηση
της πραγματικότητας μέσα από το πρίσμα του ερασιτεχνισμού .
Στη συνέχεια ο Said γίνεται πιο προσωπικός, προσπαθεί να δείξει τη συνέχεια
λόγου και πρακτικής του διανοούμενου μέσα από την αφήγηση των δικών του
επιλογών. Επαναπροϋποθέτει ως βασική αρχή του διανοούμενου τον ερασιτεχνισμό, ο
οποίος τον απαλλάσσει από σχέσεις εξάρτησης με κέντρα εξουσίας και πολιτικά ή
οικονομικά συμφέροντα . Ο ερασιτέχνης διανοούμενος δεν είναι υπάλληλος κανενός,
είναι ανεξάρτητος να εκφέρει όπως και όποτε θέλει αυτά που θέλει και ο Said υποστηρίζει πως ανέκαθεν προσπαθούσε να λειτουργεί σε ένα
τέτοιο πλαίσιο, ως ερασιτέχνης . Ένα άλλο στοιχείο που τονίζει είναι η
υπεράσπιση συγκεκριμένων αρχών και αξιών στο επίπεδο της πολιτικής, τασσόμενος
πάντα με το μέρος των εξεγερμένων και αδυνάτων . Τελικά όμως ο Said αναρωτιέται ποιοι είναι οι λόγοι που κινητοποιούν ένα
διανοούμενο να εκτεθεί δημόσια ; οι αλήθειες και οι αξίες του εκπορεύονται από
τη φυλή του, την παράδοση του, τη γλώσσα του ή είναι πιο οικουμενικές και
πανανθρώπινες ; Με άλλα λόγια ο Said διερωτάται αν ο
διανοούμενος μπορεί να πει την αλήθεια, ποια είναι αυτή η αλήθεια, σε ποιόν
απευθύνεται η αλήθεια αυτή και που ; Στα παραπάνω ερωτήματα θεωρεί πως δεν
υπάρχει μια συστηματικά και προγραμματικά προσδιορισμένη απάντηση , απλά ο
διανοούμενος πρέπει πάντα να υποστηρίζει την απόλυτη ελευθερία της γνώμης και
της έκφρασης ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου και γενικότερου πλαισίου μέσα στο οποίο
βρίσκεται . Ο διανοούμενος βρίσκεται πάντα αντιμέτωπος με κάθε μορφή εξουσίας,
η οποία διεκδικεί για τον εαυτό της το αλάθητο της αυθεντίας και της
αντικειμενικότητας . Η αμφισβήτηση και η κριτική κάθε αυθεντίας υπήρξε κεντρικό
αίτημα του προγράμματος του διαφωτισμού και αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο ως
διαρκές διακύβευμα της όψιμης νεωτερικότητας (Foucault).
Παρόλα αυτά δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις διανοουμένων που ενώ υπεραμύνονται
ενός προγράμματος οικουμενικών αρχών και αξιών όταν τίθενται υπό διαπραγμάτευση
το έθνος, η φυλή, η γλώσσα, η θρησκεία τους αποσαθρώνουν και απαξιώνουν κάθε οικουμενικότητα και εγείρουν ένα λόγο
αποκλεισμού του «άλλου» (Alexis de Tocqueville,
J.S. Mill).
Επομένως ο διανοούμενος πρέπει να υπερβεί τα στεγανά και τις διαχωριστικές και
να υπερασπίσει τις αρχές της ελευθερίας και της δικαιοσύνης όχι θεωρητικά αλλά
σε ένα επίπεδο καθημερινού πρακτικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα αυτό μεταφράζεται
με τη διαρκή υποστήριξη από την πλευρά του διανοούμενου των αρχών του διεθνούς
δικαίου και των συνθηκών που διασφαλίζουν τα δικαιώματα όλων των αδύνατων
ομάδων καθώς και το συνεχή έλεγχο της κάθε εξουσίας. Η ανεξαρτησία και η
ελευθερία του διανοούμενου βρίσκουν την ουσιαστική πραγμάτωση τους μέσα από τη
κριτική, τον έλεγχο και την κατάδειξη των παραβιάσεων και των αυθαιρεσιών της
κάθε μορφής κυριαρχίας . Καθήκον του διανοούμενου είναι η ανάδειξη της αλήθειας
και η δημόσια υπεράσπιση της απέναντι στην εξουσία.
Ο Said κλείνει το συγκεκριμένο κύκλο διαλέξεων κάνοντας ένα
σύντομο και μη συστηματικό απολογισμό της στάσης και του λόγου του στα πλαίσια
του δημόσιου πρακτικού γίγνεσθαι . Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στην ενεργό
συμμετοχή του στον εθνικοαπελευθερωτικό
αγώνα των Παλαιστινίων, ως ανεξάρτητο μέλος του Εθνικού Παλαιστινιακού
Συμβουλίου εν εξορία, ταυτόχρονα όμως τονίζει τη συνεχή διεκδίκηση της
αυτονομίας του και την άρνηση του να στρατευθεί σε μια παράταξη ή να αφοσιωθεί
σε ένα σκοπό ολοκληρωτικά προκειμένου να αποφύγει τη θρησκευτική διάσταση που
διακρίνει τον ενθουσιασμό του προσηλυτισμένου
ή του οπαδού. Όταν ο διανοούμενος βγαίνει έξω από την αίθουσα διδασκαλίας ή το
επιστημονικό εργαστήρι για να εισέλθει στο δημόσιο πρακτικό χώρο αντιλαμβάνεται
τη δυνατότητα κοινωνικής αλλαγής . Το
σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο και αμφίσημο για το πώς θα πράξει
από εκεί και πέρα ο διανοούμενος, δηλ. ή θα πράξει χειραγωγούμενα ή θα
ακολουθήσει ένα δύσβατο δρόμο ρήξης και σύγκρουσης που προϋποθέτει όμως την
ανεξαρτησία του. Η χειραγώγηση ενός διανοούμενου μπορεί να πάρει διάφορες
μορφές, δηλ. να στρατευθεί στο πλαίσιο μιας ιδεολογίας φανατικά και
μονοδιάστατα , δεικνύοντας μια τυφλή θρησκευτικού τύπου πίστη και ανάγοντας
έτσι την συγκεκριμένη ιδεολογία σε πολιτική θεότητα. Μια άλλη σχέση εξάρτησης
είναι αυτή που αναφέρθηκε και παραπάνω, όπου ο διανοούμενος είναι επαγγελματίας
και θέτει το λόγο και τη σκέψη στην υπηρεσία κάθε εξουσίας – πολιτικής,
οικονομικής κλπ. – προκειμένου να εξασφαλίσει διαφόρων ειδών ανταλλάγματα
(χρήματα, κύρος, ισχύ, καριέρα κλπ.) , με άλλα λόγια μεταβάλλεται σε έναν ευνουχισμένο
υπάλληλο της οποιασδήποτε εξουσίας , από την οποία πατρονάρεται και
καθοδηγείται. Αντίθετα ο διανοούμενος που πρεσβεύει ο Said
οφείλει «να παραμείνει συνεπής προς τις πεποιθήσεις του και να διατηρήσει,
συγχρόνως, την ελευθερία εκείνη που θα του επιτρέψει να καλλιεργήσει ή να
αλλάξει την άποψη του, να ανακαλύψει καινούργια πράγματα ή να αναθεωρήσει τη
γνώμη του για όλα όσα είχε κάποτε παραβλέψει. Το δυσκολότερο, όμως , πράγμα για
το διανοούμενο είναι να προσπαθήσει να παρουσιάσει όλα όσα πρεσβεύει μέσα από
το έργο και τις παρεμβάσεις του, χωρίς να χρειαστεί να τα τυποποιήσει μέσα σε
κάποιο θεσμικό πλαίσιο ή να τα υποβάλλει στη συστηματοποίηση μιας οιασδήποτε
μεθόδου».
Μετά το
πέρας της ανάγνωσης των διαλέξεων μπορούν να εγερθούν σκόρπια ερωτήματα σχετικά
με τις προβληματικές που θέτει ο Said. Πιο
συγκεκριμένα η κεντρική διάκριση που βάζει ο Said μεταξύ
ερασιτεχνισμού – επαγγελματισμού για το πλαίσιο δράσης και αυτονομίας του
διανοούμένου μπορεί να αντέξει ως θεμελιοκρατικό επιχείρημα διάκρισης ; με άλλα λόγια μπορούν να ορισθούν αυστηρά τα
όρια μεταξύ του επαγγέλματος και του ρόλου του ως διανοούμενου – ρόλος που
χαρακτηρίζεται από ερασιτεχνισμό – ενός υποκειμένου ; που αρχίζει το ένα και
που τελειώνει το άλλο; Ένα άλλο σημείο που είναι υπό διαπραγμάτευση , έχει να
κάνει με το θεσμό του πανεπιστημίου , ο Said βλέπει
σε αυτό τη μια του πλευρά, δηλ. ως χώρος αυτονομίας και ελεύθερης παραγωγής και
διακίνησης νέων και ριζοσπαστικών ιδεών και έτσι εν μέρει παρακάμπτει το
πανεπιστήμιο , ως μέρος των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους και της
κυρίαρχης εξουσίας , που σαν βασικό του
σκοπό έχει την ανανέωση και διαιώνιση της κυρίαρχής ιδεολογίας . Επίσης ο Said θεωρώ
πως πέφτει σε κάποιες απλουστευτικές διακρίσεις και γενικεύσεις όταν προτείνει
ένα διανοούμενο που παίρνει το μέρος των αδυνάτων και των ανίσχυρων , αυτό ίσως
κρύβει μια πολύ «καθαρή» θεώρηση των συγκρούσεων και αντιθέσεων που
συμπυκνώνεται σε de facto δίπολα
(καλοί – κακοί , ισχυροί –ανίσχυροι , καταπιεστές – καταπιεσμένοι ) , τα οποία
δεν ανταποκρίνονται στη συνθετότητα και τις αντιφάσεις που παρουσιάζουν τα
πλέγματα σχέσεων της πραγματικότητας. Κλείνοντας πιστεύω ότι o Said πέφτει
σε κάποιες αντιφάσεις και ανακολουθίες σε σχέση με τη θέση του για το
διανοούμενο και το ζήτημα της στράτευσης, ενώ φαίνεται να κρατά μια κριτική
στάση απέναντι σε έναν τέτοιο τύπο διανοούμενου σε κάποια άλλα σημεία
υπεραμύνεται των προσωπικών του επιλογών, όσον αφορά τη συμμετοχή του στο
εθνικιστικό Παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα . Βέβαια ανεξάρτητα από τα παραπάνω
ερωτήματα από την αρχή είναι δεδομένο ότι το εγχείρημα του Said δεν έχει
στόχο τη συγκρότηση ενός συστηματικού και αυστηρά καθορισμένου επιχειρήματος σε
σχέση με τη θέση των διανοουμένων μέσα στην κοινωνία και τα πλέγματα σχέσεων
στα οποία εμπλέκονται . Η αίσθηση μάλιστα που ανακύπτει μετά το τέλος των
διαλέξεων είναι ότι η στοχοθεώρηση του Said
περισσότερο προσανατολίζεται στον καθορισμό νύξεων , οι οποίες με τη σειρά τους
θα εγείρουν νέα ερωτήματα σε σχέση με το υπό διαπραγμάτευση ζητούμενο.
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ:ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ – ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ : ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΙΜΟΥΡΤΖΗΣ