ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ: Προσεγγίζοντας την ποίησή του, από τον συνάδελφο Γιώργο Φουντουλάκη

  


Ο Γιώργος  Σεφέρης υπήρξε για την νεώτερη Ελληνική ποίηση μια κεντρική μορφή εκφράζοντας με τον καλύτερο τρόπο τον Ελληνικό μοντερνισμό. Τα ποιήματά του είναι συνδυασμός του ελληνικού πολιτισμικού παρελθόντος και της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας του καιρού του. Τα δοκίμιά του είναι υποδείγματα γλωσσικής καθαρότητας και εκφραστικής σαφήνειας. Οι ποικίλες μεταφράσεις του μας γνώρισαν κρίσιμα και βασικά έργα της ξένης γραμματείας.
Οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις ανέκδοτων γραπτών του μετά το θάνατό του επιβεβαιώνουν την άγρυπνη σχεδόν βασανιστική σχέση του με τη γραφή και τονίζουν την ενότητα οράματος και αντιλήψεων για τη ζωή και την τέχνη, ενότητα που μόνο οι μεγάλοι δημιουργοί διαθέτουν και είναι σε θέση να εκφράσουν. Το παρελθόν στην ποίηση του Γ. Σεφέρη καλλιεργείται ξανά και ξανά με βασικά εργαλεία τη μνήμη, το μύθο, το τοπίο και τη γλώσσα.
Ο ποιητής στην άποψή του για τη γλώσσα, διαφαίνεται ο ιστορικός ρόλος της παράδοσης στην οποία επιστρέφει εξακολουθητικά λέγοντας:
« Αν η φύση μιας γλώσσας είναι η φύση μιας συνολικής ιδιοσυγκρασίας πεθαμένων και ζωντανών που μας περιέχει και που διαθέτουμε ένα πολύ μικρό περιθώριο για να την αλλάξουμε με την προσωπική μας ενέργεια, σε αντίθεση με τον τρόπο καλλιέργειας που ασκούμε πάνω σ’ αυτή τη φύση ανήκει στην ατομική μας ιδιοσυγκρασία».
Η γλώσσα λοιπόν για τον ποιητή είναι ένα οργανικό αισθητικό σύνολο, στο οποίο δεν μπορεί κανείς να επέμβει για να το αλλάξει, αλλά μόνο για να το αναδιατάξει, φέρνοντας στην επιφάνεια άδηλες πτυχές του. Η προσέγγιση λοιπόν του παρελθόντος δεν είναι μόνο ιστορική αλλά και αισθητική και η προοπτική του παρόντος δίνει μια νέα αισθητική αρμονία.
Ας δούμε τώρα μερικά από τα ποιήματα του Νομπελίστα ποιητή μας και να περιγράψουμε περιληπτικά αυτό που θέλει να μας πει με το δικό του τρόπο. Στην ποιητική του συλλογή «Μυθιστόρημα» υπάρχουν τα ποιήματα «Ορέστης», «Αργοναύτες», «Αστυάναξ», «Ανδρομέδα».
Στο ποίημα «Ορέστης» με τρόπο παραστατικό μας δίνεται η λαμπρή μορφή του, που θα συντριβεί στο τέλος μέσα στην κορύφωση μιας ξεχωριστής αρματοδρομίας. Ο Ορέστης ο Τρανός πάνω στο άρμα του θα αποσυντεθεί και η τραγική περιπέτειά του θα οδηγηθεί όχι στην τελική λύτρωσή του αλλά στο φόνο και στο αίμα.

 Εδώ μονολογεί εναγωνίως αναζητώντας διέξοδο:
«Οι αφροί των αλόγων με κτυπούν, τ’ άλογα
πότε θα αποστάσουν;
Τρίζει ο άξονας πυρώνει ο άξονας πότε ο άξονας θ’ ανάψει;
Πότε θα σπάσουν τα λουριά πότε τα πέταλα;
Θα πατήσουν μ’ όλο το πλάτος πάνω στο χώμα;»
«Ο Αργοναύτης» μας αποκαλύπτει μέσα από την περιγραφή μιας περιπλάνησης των συντρόφων ένα τραγικό αντιηρωικό πνεύμα. Στο σκηνικό του ποιήματος μπαίνει τώρα ο Μεγαλέξανδρος. Η μορφή του Μεγαλέξανδρου μυθοποιημένη τώρα παίρνει μία άλλη διάσταση.
Γίνεται  έκφραση μιας ζωντανής μνήμης με έμμεση αλλά συγκεκριμένη αναφορά στη συμφορά της Μικρασίας.
«Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με όλο λυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν τον Μεγαλέξανδρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας».
Η αποτυχία της Μεγάλης Ιδέας εντάσσεται εδώ στο παιγνίδι του τραγικού, και με τον τρόπο αυτό στο σκοτεινό παιγνίδι της Ιστορίας.
Αναφέρει στο ποίημα IΒ:
«Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια
το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε
ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά».
Μετά το «Μυθιστόρημα» ακολουθεί η «Γυμνοπαιδία» όπου εδώ ο ποιητής μας οδηγεί στη γυμνή αυστηρότητα ενός καινούριου τρόπου ζωής.
Το πρώτο ποίημα της Γυμνοπαιδίας είναι η «Σαντορίνη» όπου μας οδηγεί μέσα από τα βυθισμένα νησιά, στα βυθισμένα πατρώα εδάφη με την πικρή αίσθηση της αδικίας που βαραίνει αδιάκοπα αιώνες τώρα την αδιάκοπη μοίρα μας.
«Βρεθήκαμε γυμνοί στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, τον ύπνο μας.
Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας τη ζυγαριά
που βάραινε κατά μέρος της αδικίας».
Στις «Μυκήνες», το δεύτερο ποίημα της Γυμνοπαιδίας, η ματαίωση, η φθορά και ο θάνατος βρίσκονται στην ψυχή μας.
Εδώ κυριαρχεί η μεθοδική καταστροφή που ακολουθεί ένα προκαθορισμένο δρόμο, ο όλεθρος είναι προσχεδιασμένος.

«Ξέρω πως δεν ξέρουν αλλά εγώ
που ακολούθησα τόσες φορές
το δρόμο από τον φονιά στο σκοτωμένο
από το σκοτωμένο στη πληρωμή
κι από την πληρωμή στο άλλο φόνο
είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας».
Ο ποιητής επαναφορτίζει τη γλώσσα με τα συναισθήματά του και μας λέει με τρόπο χαρακτηριστικό:
«Γύρω από τη λέξη τη κοινή την χιλιοειπωμένη που μεταχειρίζεται ένας ποιητής υπάρχει πάντα ένα ιδιαίτερα συναισθηματικό στεφάνι. Αυτό είναι το βάρος της».
Ο Γιώργος Σεφέρης μας αφήνει την εντύπωση ότι η δημιουργική παρέμβαση του ανθρώπου πάνω στη γλώσσα περιορίζεται κυρίως στο ξαναδούλεμα και στην ανανέωση από τη σκοπιά παρωχημένων ή ανενεργών πτυχών της γλώσσας.
Στον ποιητικό λόγο του Σεφέρη ο χώρος και ο χρόνος είναι μορφές ύπαρξης των ανθρώπινων σχέσεων. Για την ακρίβεια διαμορφώνουν το πλαίσιο των ανθρώπινων- κοινωνικών σχέσεων οι οποίες δεν μπορούν να ιδωθούν ανεξάρτητα.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο ποίημά του «Μυθιστόρημα IB»
«Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη
και παραπάνω το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε».
Αυτό το ποίημα έχει την χαρακτηριστική εικόνα της συμμετρίας. Εδώ είναι απόλυτα σαφές η διατήρηση των τριών συστατικών του τοπίου:
«βράχοι-πεύκα-ρημοκλήσι»
Στο επόμενο απόσπασμα από τη «Γυμνοπαιδία» παρουσιάζονται δύο διαφορετικές χωροχρονικές γεωγραφίες σε δύο διαφορετικούς τρόπους ζωής –αυθεντικό και μη.
Εδώ ο μετασχηματισμός από την αρχική εικόνα «αυθεντική» στην καινούρια «μη αυθεντική» έχει οδηγήσει σε μία διάρρηξη που ο ποιητής αναζητεί την αποκατάστασή της. Επιδιώκει να διατηρήσει την προσδοκία της αναζήτηση με την επαναλαμβανόμενη φράση «Κράτησα τη ζωή μου».
Ας δούμε λοιπόν ένα μέρος του ποιήματος αυτού:
«Τ’ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση
του φεγγαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ’ ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στρέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και στα
μαλλιά σου χρυσά.
Τ’ άστρα του κύκνου κι εκείνο τ’ άστρο ο Αλδεβαράν
[……………………………….]
Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα φύλλα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς
καμμιά φωτιά στη κορυφή τους βραδιάζει».
Το ποίημα «Αλληλεγγύη» είναι ένα ποίημα πολιτικό μας δείχνει με τρόπο σαφή τα κενά του χρόνου του μεσοπολέμου και την αγωνία του ποιητή για τα δεινά που επέρχονται:
«Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής
βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε
μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξη σας
μοιραίοι σύντροφοι ανυπόστατοι ίσκιοι.
Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμος
καθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνου
γκρίζα ξερά και στο έλεος του ανέμου».
Ένα συγκλονιστικό ποίημα είναι το «Μνήμη του Μακρυγιάννη» λίγες μέρες πριν την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου από τη μια μεριά είναι ο διαμελισμός της Πολωνίας και από την άλλη η φυσιογνωμία του Μακρυγιάννη που σάπιος από τις πληγές αρνείται να υποταχθεί στην τυραννία της εξουσίας, που εμφανίζεται στο ποίημα αυτό, φαιδρή ανιστόρητη και ηθικά απογυμνωμένη.
«Κι ο Μακρυγιάννης σάπιος από τις πληγές
δυο στο κεφάλι κι άλλες στο λαιμό και στο ποδάρι
το χέρι χωρίς κόκκαλα και σίδερα στη γαστέρα
για να κρατιούνται τ’ άντερα
γεμάτος όνειρα σαν το μεγάλο δέντρο
γράφοντας γράμματα στο θεό.
Τι είχε να κάνει με τους Πολωνούς ο Μακρυγιάννης;
με το κήρυγμα των Καρπονάρων
ή με τους Βαυαρούς ή με τους Φαναριώτες;
Ήταν ένας άντρας από ‘δω
γεννημένος σε μια ρεματιά σαν το σκίνο
κι ο μοίραρχος Πτολεμαίος».
Στο ποίημα «Ο Βασιλιάς της Ασίνης» καταγράφει το αδιέξοδο της ζωής μας που μας οδηγεί σε ένα οριστικό ναυάγιο μέσα από τις μνήμες που μας πολιορκούν και τα χαμένα όνειρα μας.
«Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη».
Στο παραπάνω ποίημα η εμπειρία χάνει τη δύναμή της δίνοντας τη θέση του σε μια διαισθητική επικοινωνία με το παρελθόν.
Η διαίσθηση εδώ βρίσκεται στους αντίποδες της αποστασιοποιημένης αντικειμενικότητας, εφόσον εδώ πλέον το ζητούμενο δεν είναι η ιστορική επαλήθευση όσο η ζωντανή επικοινωνία.
Στο ποίημα του «Αφήγηση» που ανήκει στη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α» σε μια εποχή κρίσιμη στην αρχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου χαρακτηρίζεται από ελευθερία στίχου, ενώ το ποιητικό μέρος πλησιάζει τον πεζό καθημερινό λόγο.
Ο Γιώργος Σεφέρης είναι μοντερνιστής ποιητής από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30.
Στο ποίημα αυτό κυριαρχούν η μοναξιά και τα ψυχικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου
«Αυτός ο κόσμος πηγαίνει μόνος του,
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν αυτές που μας βασανίζουν το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα
………………………………………………..
μηχανή μιας απέραντης οδύνης που κατάντησε
να μην έχει σημασία
άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό
καθώς περνούσε
τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτε,,
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος και ήσυχος
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει».
Εδώ ο στίχος είναι ελεύθερος, η γλώσσα καθημερινή και πλησιάζει τον πεζό λόγο, αφού δεν τηρείται ο κανόνας της ομοιοκαταληξίας. Το παρελθόν του ανθρώπου παρουσιάζεται κατακερματισμένο και σκληρό.
Η «Κίχλη» είναι ένα ποίημα πολιτικό, πολυδύναμο που η υποδομή του δεν είναι άλλη από τη θλιβερή ματαίωση του Ελληνισμού μέσα από μια εμφύλια σφαγή. Το ποίημα ξεκινά με «το σπίτι κοντά στη θάλασσα», ένα σπίτι που οδηγεί τον ποιητή σε μνήμες ξεριζωμού σφαγής και οδύνης σε μνήμες πολέμου.
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν
Έτυχε ναναι τα χρόνια δίσεκτα, πόλεμοι
 χαλασμοί, ξενιτεμοί,
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει, το κυνήγι ήταν
καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν, ή τρελλαίνονται στα καταφύγια».
Στο τελευταίο μέρος της αναφοράς μας για τον Γιώργο Σεφέρη θα γράψουμε λίγα λόγια για την Κύπρο –επίκαιρο θέμα-, όπου ο ποιητής την επισκέφθηκε πολλές φορές και την αγάπησε με πάθος.
Να τι αναφέρει για τις Πλάτρες:
«Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες
Αηδόνι  ντροπαλό μες στον ανασασμό των φύλλων
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δεν θα γυρίσουν
τυφλή φωνή που ψηλάφισε μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες δεν θα τολμούσα να πω φιλήματα
και το πιο πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας».
Το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη που γράφτηκε το 1971, το «Επί Ασπαλάθων» είναι πολιτικό. Θέμα του εδώ είναι η τυραννία. Ο ποιητής κρατάει αποστάσεις από τα πολιτικά πράγματα όντας κουρασμένος και αηδιασμένος από τους πολιτικούς χειρισμούς. Η κάθαρση θα πραγματοποιηθεί από τις δυνάμεις του πάθους που δυναστεύουν τη ζωή μας.
«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη
………………………………………….
Στου Σουνίου θα καθίσω το μαρμάρινο βράχο
συντροφιά μου τα κύματα του Αιγαίου θα κάνω
……………………………………………
Τον έδεσαν χειροπόδαρα μας λέει
τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπαλάθους
και πήγαν και τον πέταξαν στο Τάρταρο κουρέλι
Έτσι στο κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος».


ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΑΚΗΣ