Τσάρλι μάς ακούς;
Οι καιροί παραμένουν «μοντέρνοι»...
Άνθρωποι που «σήκωσαν τα μάτια, κοίταξαν ψηλά προς την ελπίδα, προς το μέλλον» -όπως
προέτρεπε κι ο Τσάρλι Τσάπλιν- και δημιούργησαν τέχνη, γνώση και
δρόμους για τη ζωή. Ένας από αυτούς ο Σερ Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν, ο
Σαρλό των «Μοντέρνων Καιρών».
«Χρειαζόμαστε μερικά γκαγκ εδώ» είπε,
και μετά στράφηκε προς το μέρος μου. «Βάλε ένα αστείο μακιγιάζ.
Οτιδήποτε». Δεν είχα ιδέα τι μακιγιάζ να κάνω. Όμως, καθώς πήγαινα προς
την γκαρνταρόμπα σκέφτηκα να ντυθώ με φαρδιά παντελόνια, μεγάλα
παπούτσια, μπαστούνι και σκληρό καπέλο. Ήθελα να είναι όλα μια αντίφαση.
Τα παντελόνια φαρδιά και το σακάκι στενό, το καπέλο μικρό και τα
παπούτσια μεγάλα. Ήμουν αναποφάσιστος για το αν θα έπρεπε να φαίνομαι
γέρος ή νέος, αλλά καθώς θυμήθηκα ότι ο Σένετ με περίμενε πολύ
μεγαλύτερο, έβαλα ένα μικρό μουστάκι που, όπως σκέφτηκα, θα πρόσθετε
στην ηλικία, χωρίς να κρύβει την έκφρασή μου. Δεν είχα ιδέα για το
χαρακτήρα. Αλλά από τη στιγμή που ετοιμάστηκα, τα ρούχα και το μεϊκάπ μ’
έκαναν να τον αισθανθώ. Άρχισα να τον συλλαμβάνω καλύτερα και μέχρι την
ώρα που ανέβηκα πάνω στη σκηνή είχε ολοκληρωτικά γεννηθεί»
(Τσάρλι Τσάπλιν, Η αυτοβιογραφία μου, εκδόσεις επίκεντρο)
Με τα παραπάνω λόγια περιγράφει ο Σερ
Τσαρλς Σπένσερ Τσάπλιν τη γέννηση του Σαρλό, της πιο αναγνωρίσιμης
παγκοσμίως κινηματογραφικής φιγούρας. Εκείνο που χρειάστηκε ήταν η πίεση
της στιγμής, η ανάγκη να γεμίσουν ορισμένα μέτρα φιλμ, και το
αστείρευτο ταλέντο ενός αντιδραστικού αλλά υποσχόμενου ηθοποιού. Κι αν η
φιγούρα του Σαρλό αποτέλεσε το διαβατήριο του Τσάπλιν για την
καλλιτεχνική και οικονομική επιτυχία, τα πράγματα δεν ήταν ποτέ εύκολα
για εκείνον. Για την ακρίβεια, ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολα.
Η λαρυγγίτιδα
Ο Τσάρλι Τσάπλιν ο νεότερος γεννήθηκε
στις 16 Απριλίου του 1889 στο Λονδίνο. Ο πατέρας του ήταν ηθοποιός, ένας
μελαγχολικός άνθρωπος με ελαφριά βαρύτονη φωνή. Το πρόβλημα ήταν πως
έπινε πάρα πολύ. Η μητέρα του ήταν σουμπρέτα του βαριετέ, με μπλε
βιολετί μάτια και ακαταμάχητη γοητεία. Στα δεκαοχτώ της το έσκασε με
έναν μεσόκοπο άντρα στην Αφρική και επέστρεψε με έναν γιο, τον Σίντνεϊ.
Παντρεύτηκε τον πατέρα του Τσάρλι και χώρισαν ένα χρόνο μετά τη γέννησή
του. Το πρόβλημα ήταν πως έχασε τη φωνή της. Υπέφερε από συνεχείς
λαρυγγίτιδες και σε μια από αυτές χρωστάει ο πεντάχρονος Τσάρλι την
πρώτη του εμφάνιση στη σκηνή. Βγαίνοντας πάνω για να αναπληρώσει το
κενό, έδωσε την πρώτη του παράσταση, την πρώτη δική του και τελευταία
της μητέρας του.
Αδυνατώντας η τελευταία να βρει δουλειά
στο θέατρο, προσπαθούσε να ζήσει τον Σίντνεϊ και τον Τσάρλι ράβοντας και
επιδιορθώνοντας ρούχα. Μετά από λίγο καιρό μεταφέρθηκε εκείνη στο
φτωχοκομείο και τα παιδιά σε σχολείο άπορων και εγκαταλελειμμένων
παιδιών. Η μητέρα, φιλάσθενη και ντελικάτη, δεν άργησε να καταρρεύσει.
Μεταφέρθηκε σε άσυλο φρενοβλαβών αφήνοντας την επιμέλεια των παιδιών
στον αλκοολικό πατέρα και την, εξίσου αλκοολική, ερωμένη του, Λουίζ. Η
κατάσταση στο σπίτι απείχε αρκετά από το να χαρακτηριστεί ευτυχισμένη. Η
μητέρα επέστρεψε δυο μήνες μετά, αναλαμβάνοντας εκ νέου την επιμέλεια
των παιδιών, και ο πατέρας πέθανε από κίρρωση του ήπατος.
Ακολούθησαν πέντε χρόνια πλήρους
ανέχειας και εξαθλίωσης. Ο μικρός Τσάρλι προσπαθεί να συνδράμει με τον
οβολό του κάνοντας κάθε είδους δουλειά του ποδαριού: πιάνει δουλειά σε
μαγαζί με κεριά, ως βοηθός γιατρού, υπηρέτης, εφημεριδοπώλης, φυσητής
γυαλιού, τυπογράφος, πάντοτε λέγοντας ψέματα για την ηλικία ή την
προϋπηρεσία του στη δουλειά.
Στη σκηνή
«Η μάνα σου τρελάθηκε», είπε ένα μικρό
κοριτσάκι. Οι λέξεις ήταν σαν ένα χαστούκι στο πρόσωπο. «Τι θες να
πεις;», είπα μπερδεμένα. «Αλήθεια είναι», είπε κάποιος άλλος. «Χτυπούσε
τις πόρτες μας και ήθελε να μας χαρίσει κομμάτια κάρβουνο, κι έλεγε πως
είναι δώρα για τα γενέθλια των παιδιών». Το 1903 η μητέρα ξανακύλησε και
μεταφέρθηκε στο άσυλο του Κέιν Χιλ. Ο Τσάρλι παλεύει για να επιβιώσει,
κατά βάθος όμως είναι προσηλωμένος στον τελικό σκοπό: να γίνει ηθοποιός.
Επισκέπτεται συχνά το Θεατρικό Πρακτορείο του Μπλάκμορ, ώσπου η τύχη
τού χαμογελά. Προσλαμβάνεται να παίξει έναν παιδικό ρόλο. Του δίνουν
μάλιστα δυο λίρες και δέκα σελίνια την εβδομάδα για μια περιοδεία
σαράντα εβδομάδων! Επιστρέφει σπίτι ζαλισμένος από ευτυχία κρατώντας
σφιχτά το ρόλο του, «το πιο σημαντικό χαρτί που κράτησα ποτέ στα χέρια
μου», θα πει ο ίδιος.
Το έργο αποτυγχάνει, όχι όμως και ο
Τσάπλιν που λαμβάνει τις πρώτες του θετικές κριτικές. Ακολουθούν κάποιες
μικροεπιτυχίες και κάποιες μικροαποτυχίες, σε κάποια παράσταση μάλιστα
τον γιουχάρουν άσχημα και τον λούζουν με ζαρζαβατικά, ώσπου μπαίνει στο
θίασο του διάσημου τότε ηθοποιού και παραγωγού Φρεντ Κάρνο. Η εντύπωση
που προκαλεί το παίξιμο του είναι μεγάλη, σε σημείο μάλιστα που να
προκαλεί το φθόνο των κατεστημένων σταρ της εποχής.
Το φθινόπωρο του 1910 τον βρίσκει στην
Αμερική να περιοδεύει με το θίασο του Κάρνο. Επιστρέφει στο Λονδίνο αλλά
στο μυαλό του εξακολουθεί να στριφογυρίζει η Αμερική. Σύντομα θα
ξαναβρεθεί κοντά της, αυτή τη φορά για τα καλά, για περίπου σαράντα
χρόνια.
Στο πανί
Εκείνος που πρώτος υποκλίθηκε στο
ταλέντο του Τσάπλιν ήταν ο Μακ Σένετ, της εταιρίας κωμικών ταινιών
Keystone. Του πρότεινε συμβόλαιο 150 δολαρίων την εβδομάδα και ο Τσάρλι
το αποδέχθηκε. Ασφυκτιούσε όμως. Αυτού του είδους τα φιλμ, χωρίς
σενάριο, με την υποτυπώδη ανάπτυξη μιας ιδέας (που πάντα καταλήγει σε
κάποιο κυνηγητό) τα βρίσκει περιοριστικά για τον ίδιο. Οι ιδέες που
προτείνει απορρίπτονται, οι συνάδελφοι του τον υποσκάπτουν, οι σκηνές
του κόβονται, ο ίδιος αρνείται τις υποδείξεις των σκηνοθετών. Είναι
έτοιμος να τα παρατήσει κι είναι έτοιμοι να τον απολύσουν.
Ο χαρακτήρας του Σαρλό, που επιτόπου
λανσάρει, λειτουργεί ως από μηχανής θεός: ενώ είναι έτοιμοι να τον
αποδεσμεύσουν έρχεται ένα τηλεγράφημα που απαιτεί περισσότερες ταινίες
με αυτόν τον περίεργο αλητάκο. Ο Τσάπλιν το αντιλαμβάνεται και περνάει
στην επόμενη φάση: αποφασίζει να κάνει ο ίδιος το σενάριο και τη
σκηνοθεσία των ταινιών του, αποκτώντας μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στη
δουλειά του. Οι ταινίες του γίνονται επιτυχίες και ο ίδιος διάσημος.
Υπογράφει στην Essanay έναντι 1250 δολαρίων την εβδομάδα, κατόπιν στην
Mutual έναντι 670.000 χιλιάδων το χρόνο και τέλος στην First National
για 1.200.000 χιλιάδες το χρόνο. Διατάζει να του φέρουν κοντά του τη
μητέρα.
Τα μεγάλα στούντιο ωστόσο στεναχωρούν
τον ήρωα μας. Ενδιαφέρονται περισσότερο για το κέρδος και λιγότερο για
την ποιότητα, δυσφορούν μπροστά στους βραδείς ρυθμούς παραγωγής και το
μεγάλο κόστος των ταινιών του Τσάπλιν. Φτάνουν στο σημείο μάλιστα να
χρησιμοποιήσουν την Μίλντρεντ Χάρις, πρώτη σύζυγο του Τσάρλι, με την
οποία βρίσκεται στη διαδικασία του διαζυγίου, ώστε να κατάσχουν την
κόπια της ταινίας The kid, για
την οποία δαπάνησε μισό εκατομμύριο δολάρια και δεκαοχτώ μήνες
δουλειάς. Το μοντάζ της ταινίας γίνεται κρυφά, στο δωμάτιο ενός
ξενοδοχείου, και ο Τσάρλι ντύνεται με γυναικεία ρούχα προκειμένου να
ξεφύγει από τους δικαστικούς κλητήρες που περιμένουν έξω από την πόρτα.
Τον Απρίλιο του 1919 αποφασίζει, μαζί με
τους Ντάγκλας Φέρμπανκς, Μέρι Πίκφορντ και τον Ντ. Γ. Γκρίφιθ να
συστήσουν τη δική τους εταιρία παραγωγής για την απευθείας προώθηση των
ταινιών τους στην αγορά και την απεμπλοκή από τα δεσμά των μεγάλων
στούντιο. Γεννιέται η United Artists Corporation και η πρώτη συνεισφορά
του Τσάπλιν γίνεται με τον Χρυσοθήρα.
Είναι η εποχή που κάνει το δεύτερο γάμο
του, από τον οποίο θα αποκτήσει δυο παιδιά. Η εκλεκτή της καρδιάς του
είναι η Λίτα Γκρέι, είναι ηθοποιός, είναι ανήλικη (πράγμα καθόλου
περίεργο για τον Τσάρλι) και θα τον βάλει σε μεγάλους μπελάδες. Στην
αίτηση του διαζυγίου τον κατηγορεί για απιστία, κακοποίηση και για
«διεστραμμένες σεξουαλικές επιθυμίες». Το γεγονός φτάνει στα πρωτοσέλιδα
των εφημερίδων συντρίβοντας τον Τσάπλιν. Ομάδες σχηματίζονται που
ζητούν την απαγόρευση των ταινιών του και τελικά αναγκάζεται να
καταφύγει σε συμβιβασμό προσφέροντας στην πρώην σύζυγό του ένα
εξωφρενικό για την εποχή χρηματικό ποσό.
Talking Heads
Η έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου
βρίσκει το φίλο μας να είναι σκεπτικός σχετικά με τις νέες τεχνολογίες.
Αποφασίζει να συνεχίσει κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα απ’ όλους, μια
βουβή ταινία. Τα φώτα της πόλης απαιτούν δυο χρόνια
προετοιμασίας και γυρισμάτων, κοστίζουν δυο εκατομμύρια δολάρια, θα
φροντίζουν όμως να τον αποζημιώσουν σημειώνοντας θριαμβευτική επιτυχία,
καλλιτεχνική και οικονομική. Το επόμενο βήμα είναι αβέβαιο, δεν θέλει
απαραίτητα να κάνει ομιλούσες ταινίες, δεν θα ήθελε ωστόσο να καταλήξει
γραφικός και παρωχημένος, μοναδικός θιασώτης ενός είδους προς εξαφάνιση.
Αποφασίζει να κάνει μακράς διαρκείας διακοπές και για δεκαέξι μήνες
ταξιδεύει.
Η επίσκεψη στην Ιαπωνία αποδεικνύεται
μυστηριώδης: όλοι μοιάζουν να συμπεριφέρονται περίεργα και επιπλέον ο
πρωθυπουργός δολοφονείται μια μέρα πριν την επίσημη συνάντησή τους.
Αργότερα αποκαλύπτεται ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονίας και του ίδιου του
Τσάπλιν, από τη μαφία του Μαύρου Δράκοντα, η οποία πίστευε πως με τον
τρόπο αυτό θα εκβίαζε τον πόλεμο με την Αμερική. Υπενθυμίζουμε το
γεγονός ότι ο Τσάρλι Τσάπλιν ήταν Άγγλος.
Λίγο μετά την επιστροφή γνωρίζει την τρίτη σύζυγό του, ηθοποιό Πολέτ Γκοντάρ, και κάνει τους Μοντέρνους Καιρούς.
Η ταινία σημειώνει επιτυχία, μπορεί ωστόσο να διακρίνει κανείς τους
πρώτους ψιθύρους περί μιας «κομμουνιστικής ταινίας» και τα πρώτα
σπέρματα της σύνδεσης του δημιουργού με την κομμουνιστική ιδεολογία.
Look who’s talking
Το καταθλιπτικό ερώτημα
παραμένει: να ενδώσει στον ομιλούντα κινηματογράφο ή να κάνει μια ακόμη
βουβή ταινία; Και κυρίως: πως θα έπρεπε να μιλάει ο αλήτης, το σήμα
κατατεθέν του Τσάπλιν; Πως θα αντιδρούσε το κοινό όταν θα άκουγε για
πρώτη φορά τη φωνή του; Θα μπορούσε να μιλάει μονοσύλλαβα ή απλά να
μουρμουρίζει ακατάληπτα, σκέφτεται ο Τσάπλιν, απορρίπτει όμως τις
παραπάνω ιδέες ως ανεπαρκείς. Τη λύση θα παράσχει η πολιτική συγκυρία.
Βρισκόμαστε προ των πυλών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η φυσιογνωμική
ομοιότητα ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Σαρλό προσφέρει τα εφόδια για μια
καινούργια ταινία.
Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Μέσα από το
εύρημα της διπλοπροσωπίας και της ανταλλαγής ταυτότητας θα μπορούσε, με
ομαλό τρόπο, να παρουσιάσει στο κοινό τον ομιλούντα αλήτη, με τη μορφή
ενός εβραίου κουρέα τώρα, ενώ συγχρόνως θα παρωδούσε την παραφροσύνη των
ναζί, «τη μυστική τους λογοδιάρροια για την καθαρόαιμη ράτσα». Ο Μεγάλος Δικτάτορας
είναι η απόληξη του παραπάνω εγχειρήματος, μια ταινία που συνάντησε
εμπορική επιτυχία αλλά ανάμεικτες κριτικές καθώς θεωρήθηκε
«κομμουνιστική», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στον τελικό λόγο που εκφωνεί ο δικτάτορας.
Το κλίμα αρχίζει σιγά σιγά να
μεταστρέφεται για τον Τσάπλιν, ο Τύπος γίνεται λιγότερο ενθουσιώδης και
περισσότερο επικριτικός απέναντί του, ιδιαίτερα όσο ο Τσάρλι δεν
διστάζει να καταθέτει τις απόψεις του για τα πολιτικά ζητήματα.
Μια ακόμη λαρυγγίτιδα
«Εκείνη τη στιγμή πιστεύω πως
άρχισαν τα προβλήματα για μένα». Ο λόγος γίνεται για ένα τηλεφώνημα που
δέχθηκε ο Τσάπλιν από την Αμερικανική Επιτροπή για την Πολεμική
Ανακούφιση της Ρωσίας.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται, οι
μεραρχίες του Χίτλερ πολιορκούν τη Μόσχα. Οι Ρώσοι ανθίστανται με
γενναιότητα υποφέροντας πάντως μεγάλες απώλειες. Εκλιπαρούν τους
συμμάχους για τη δημιουργία ενός δεύτερου μετώπου το οποίο θα
αποσυμφορήσει την πίεση που δέχονται οι ίδιοι. Η επιτροπή για την
πολεμική ανακούφιση της Ρωσίας προτρέπει προς αυτή την κατεύθυνση. Μιας
και ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Ρωσία την τελευταία στιγμή έπαθε
λαρυγγίτιδα και δεν ήταν σε θέση να εκφωνήσει την κεντρική ομιλία, ίσως
θα ήθελε ο Τσάπλιν να την αναλάβει. Εκείνος δέχθηκε. Και ακολούθησαν κι
άλλες. Το φάντασμα του κομμουνισμού αρχίζει να πλανάται, όχι πάνω από
την Ευρώπη τη φορά ετούτη, αλλά πάνω από το κεφάλι του Τσάρλι Τσάπλιν.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η πρώην
ερωμένη του, Τζόαν Μπάρι, δεν έπαψε να του δημιουργεί προβλήματα,
ισχυριζόμενη πως είναι ο πατέρας του παιδιού της, εκβιάζοντας μεγάλα
χρηματικά ποσά και σέρνοντας τον στα δικαστήρια, με τις ευλογίες του
FBI, το οποίο επιδόθηκε σε μια εκστρατεία δυσφήμησής του. Αχτίδα φωτός
στη ζοφερή αυτή κατάσταση αποτελεί η γνωριμία του Τσάρλι με την Ούνα Ο’
Νιλ, κόρη του συγγραφέα Ευγένιου Ο’ Νιλ. Η Ούνα αποτέλεσε το λιμάνι του
Τσάρλι και στάθηκε κοντά του μέχρι το τέλος της ζωής του. Παντρεύτηκαν
όταν εκείνη ήταν 18 χρόνων και εκείνος 54 και απέκτησαν μαζί οχτώ
παιδιά.
Ο αντίκτυπος του σκανδάλου Μπάρι και η
ταμπέλα του κομμουνιστή που φόρεσαν στον Τσάπλιν έκαναν τη δουλειά τους,
ώστε η επόμενη ταινία του, ο κύριος Βερντού, να
αποτύχει παταγωδώς, γεγονός λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι οι περισσότεροι
αιθουσάρχες αρνήθηκαν να την προβάλλουν. Η σκέψη της οριστικής φυγής
από την Αμερική επώαζε μέσα στον Τσάρλι. Έκανε Τα φώτα της ράμπας
επιλέγοντας το Λονδίνο ως τόπο της παγκόσμιας πρεμιέρας της ταινίας. Η
οριστική ρήξη ήλθε εν πλω. Το τηλεγράφημα που έλαβε στο Κουίν Ελίζαμπεθ,
καταμεσής του πελάγου, του απαγόρευε την επιστροφή στη χώρα. Αυτή θα
μπορούσε να γίνει μόνο αν περνούσε από την ανακριτική επιτροπή της
Υπηρεσίας Μεταναστών για να απαντήσει «σε κατηγορίες πολιτικής φύσης και
ηθικής φαυλότητας».
Ο Τσάρλι Τσάπλιν πέρασε το υπόλοιπο της
ζωής του στο Βεβέ της Ελβετίας συντροφιά με τη γυναίκα του Ούνα και τα
οχτώ τους παιδιά. Ξεψύχησε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1977, σε ηλικία
88 ετών.
ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ
1917: Ο Μετανάστης
1918: Σκυλίσια Ζωή
1921: Το Χαμίνι (η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του)
1923: Ο Προσκυνητής
1923: Μια Γυναίκα από το Παρίσι
1925: Ο Χρυσοθήρας (θεωρείται μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών)
1931: Τα Φώτα της Πόλης
1936: Μοντέρνοι Καιροί (εδώ εμφανίζεται τελευταία φορά ως Σαρλό)
1940: Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (πρώτη του μη βωβή ταινία)
1952: Τα Φώτα της Ράμπας
1957: Ένας Βασιλιάς στη Νέα Υόρκη
1967: Η Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ (με τη Σοφία Λόρεν και τον Μάρλον Μπράντο)
1940: Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (πρώτη του μη βωβή ταινία)
1952: Τα Φώτα της Ράμπας
1957: Ένας Βασιλιάς στη Νέα Υόρκη
1967: Η Κόμισσα του Χονγκ Κονγκ (με τη Σοφία Λόρεν και τον Μάρλον Μπράντο)
Αναδημοσίευση από www.toperiodiko.gr