.
Απο την " Ρωμιοσύνη "
Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει, μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι. Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρου- θούνια και στ' αυτιά τους. Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο, μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο. Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι. Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν. Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα, κι όταν χορεύαν στην πλατεία, μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.
.