Ο Καβάφης του Θάνου Μικρούτσικου

.
Οι εκδόσεις IANOS παρουσιάζουν σ’ ένα βιβλίο- cd, για πρώτη φορά, την ολοκληρωμένη εργασία του Θάνου Μικρούτσικου πάνω στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη. Πρόκειται για μια πολύμορφη έκδοση 96 σελίδων, η οποία περιλαμβάνει ανθολογημένα ποιήματα από τον Θάνο Μικρούτσικο, κείμενο του Γιώργου Μονεμβασίτη για την μελοποίηση του Καβάφη από τον συνθέτη, επτά προσωπογραφίες του Κ.Π.Καβάφη από τον Γιάννη Ψυχοπαίδη και άλλο αρχειακό υλικό. «Τα αγαπημένα μου» τιτλοφορεί ο Θάνος Μικρούτσικος την ανθολόγηση των ποιημάτων και εξηγεί: «Είμαι ένας καλλιτέχνης που λατρεύει την Ποίηση και τους Ποιητές, και μια από τις εμμονές μου είναι να ξεκλειδώνω μουσικά τους κόσμους τους. Το μοναδικό λοιπόν κριτήριο για την επιλογή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν πολύ προσωπικό: ποια ποιήματα του Αλεξανδρινού –είτε μελοποιήθηκαν από εμένα είτε όχι- με ακολουθούσαν συνεχώς σε πολλές φάσεις της ζωής μου, ποια με συντρόφευαν αδιαλείπτως όλα αυτά τα χρόνια, ποια με ταξιδεύουν σε κόσμους που δεν υπάρχουν πια, ποια με πονάνε, ποια με συνθλίβουν… Γιατί τον Γέρο της Αλεξάνδρειας τον ακολουθώ από τα προεφηβικά μου χρόνια- από τότε που ο πατέρας μου, τα βράδια του ’55, μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του και μου διάβαζε τα «Τείχη», τους «Αλεξανδρινούς βασιλείς», την «υπεροψία και τη μέθη του Δαρείου» μέχρι το ’82, σ’ εκείνο το μαύρο θέατρο του Ronse στις Βρυξέλλες, ακούγοντας την βαθιά φωνή του Paul Roland: […] η ώρα μία την νύχτα θάτανε ή μιάμισυ…» Το ένθετο cd έχει τον τίλτο «Επέστρεφε» και περιλαμβάνει 10 συνθέσεις του Θάνου Μικρούτσικου, σε νέα μουσική επεξεργασία και ενορχήστρωση. Ανάμεσα στα ποιήματα του Κ.Π.Καβάφη, ο συνθέτης επέλεξε να μελοποιήσει στην συγκεκριμένη έκδοση τα εξής: Επέστρεφε, Σύγχυσις, Ο Γενάρης του 1904, Μονοτονία, Για να ‘ρθουν, Επήγα, Επιθυμίες, Ο Δεκέμβρης του 1903, 105 αργότερα, Η πόλις.
(πηγή: www.ianos.gr)
H πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Eπιθυμίες
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά —
έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Επήγα
Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κ’ επήγα.
Στες απολαύσεις, που μισό πραγματικές,
μισό γυρνάμενες μες στο μυαλό μου ήσαν,
επήγα μες στην φωτισμένη νύχτα.
Κ’ ήπια από δυνατά κρασιά, καθώς
που πίνουν οι ανδρείοι της ηδονής.